ΧΡΗΣΕΙΣ ΑΥΤΟΦΥΩΝ ΠΟΩΔΩΝ ΕΙΔΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Γράφουν οι:
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ, Εργαστηριακός Συνεργάτης, ΤΕΙ Καβάλας ,ΑΠΟΣΤΟΛΟΣΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ Επίκουρος Καθηγητής, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης,ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΙΔΑΚΗΣ Ειδικό Τεχνικό Προσωπικό, ΤΕΙ Καβάλας, ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΚΗΣ Δασοπόνος, ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΑΛΑΣΔασοπόνος
Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν πολλά ξυλώδη φυτικά είδη στην καθημερινότητά τους. Χρησιμοποιούσαν το κυπαρίσσι (Cupressus sempervirens) στις κατασκευές, τη δάφνη (Laurus nobilis), την ελιά (Olea europaea) ως φαρμακευτικά ή εδώδιμα και πολλά άλλα (Ανάσης 1976, Μπάουμαν 1993, Αραμπατζής 1998, 2001, Alibertis 2006, Παπανικολάου κ.ά. 2010). Εκτός από τα γνωστά ξυλώδη φυτικά είδη, χρησιμοποιούσαν και πολλά ποώδη, κυρίως στη διατροφή τους, ως φαρμακευτικά κ.ά., τα γνωστά ως βότανα, όρος που θα ήταν η βάση για τη σύγχρονη ονομασία της επιστήμης των φυτών, τη «Βοτανική». Η σύγχρονη επιστημονική ονομασία πολλών φυτών επίσης, βασίζεται σε ονομασίες και σε χαρακτηρισμούς των αρχαίων Ελλήνων, όπως για παράδειγμα ηAristolοchia, αναφερόμενη από το Διοσκουρίδη ως «άριστα βοηθείν ταίς λοχοίς» (Παπανικολάου κ.ά. 2010).
Η χρήση των φυτών στην αρχαία Ελλάδα περιγράφεται ήδη από τον Όμηρο, τον Ιπποκράτη, τον Αριστοτέλη, με πιο συστηματικούς στην περιγραφή, αλλά και τη χρήση των φυτικών ειδών, τους Θεόφραστο και Διοσκουρίδη. Πληροφορίες για τη χρήση των φυτικών ειδών παρέχονται ακόμα και από έργα τέχνης. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η παρουσίαση των πιο σημαντικών φυτικών μη ξυλωδών ειδών (των «βοτάνων») που χρησιμοποιήθηκαν από τους αρχαίους Έλληνες
Φαρμακευτικά είδη
Ο άνθρωπος σε όλους τους πολιτισμούς, έχοντας ανεπτυγμένο το ένστικτο της αυτοπροστασίας, προσπάθησε να καταπολεμήσει ασθένειες χρησιμοποιώντας υλικά προερχόμενα από το φυσικό του περιβάλλον. Βασίστηκε κυρίως στην παρατήρηση του φυσικού κόσμου. Έτσι, οι γνώσεις για τις θεραπευτικές δυνάμεις της φύσης χάνονται στα βάθη των αιώνων. Από ένστικτο αρχικά ή από τύχη, προσπάθησε να θεραπευτεί με το μυστικισμό και τη μαγεία. Η θεραπευτική πιστεύεται ότι αρχικά ήταν ενστικτώδης και εμπειρική, έπειτα έγινε δαιμονιακή και ανιμιστική και στην τελευταία φάση της υπήρξε μαγική και θεοκρατική (Σκαλτσά 2006, Παπαδόπουλος 2007).
Η λαϊκή παραδοσιακή ιατρική της Μινωικής και Μυκηναϊκής περιόδου είχε ανακαλύψει πολλά βότανα ως μέσα θεραπείας. Ένα από αυτά, η μήκων η υπνοφόρος (Papaver somniferum) ήταν γνωστή για τις υπναγωγές και αντιβηχικές της ιδιότητες. Από τους καρπούς του φυτού λαμβάνεται ο γαλακτικός χυμός από τον οποίο παρασκευάζεται το όπιο, με παραισθησιογόνες και αναλγητικές δράσεις ενώ η κοινή παπαρούνα (Papaver rhoeas) αναφέρεται για τις διουρητικές της ιδιότητες, κατάλληλες για την αντιμετώπιση ηπατικών νοσημάτων.
Τα περισσότερα είδη που περιγράφονται από το Θεόφραστο, το Διοσκουρίδη και άλλους αρχαίους συγγραφείς, αναφέρονται για τη σημαντική φαρμακευτική τους αξία, και σε πολλές περιπτώσεις έχουν βοηθήσει τη σύγχρονη ιατρική στην καταπολέμηση διαφόρων παθήσεων (π.χ. τέτανο, ρευματισμούς, αιμορραγίες, νεφρίτιδα ή ως αντισπασμωδικά, αντιφλεγμονώδη κ.ά.) (Πίνακας 1). Γνωστό φυτικό είδος είναι η Aristolochia, που όπως αναφέρει και ο Διοσκουρίδης «...βοηθεί άσματι, λυγμώ, ρίγει, σπληνί, ρήγμασι, σπάσμασιν, αλγήματι πλευράς ποθείσα μεθ’ ύδατος· ανάγει δε σκόλοπας, ακίδας καί λεπίδας οστών καταπλασσομένη αφίστησι καί σεπηδόνας περιχαράσσει καί τά ρυπαρά περικαθαίρει έλκη καί τακοίλα πληροί σύν ίριδι καί μέλιτι· σμήχει δέ καί ούλα και οδόντας...».
Γνωστή είναι και η «ιασιώνη» ή «πρώτη ελξίνη» του Θεόφραστου και του Διοσκουρίδη αντίστοιχα, που πιθανότατα είναι το Convolvulus arvensis(περιπλοκάδια ή καμπανέλλες) και που χρησιμοποιήθηκε για τις καθαρτικές του ιδιότητες. Το δίκταμο (Origanum dictamnus) με την ικανότητα να επουλώνει πληγές (Διοσκορίδης), αλλά και να θεραπεύει παθήσεις της χολής και των πνευμόνων (Ιπποκράτης), απέκτησε από πολύ νωρίς μεγάλη φήμη ως θαυματουργό φυτό. Ως επουλωτικό σε πληγές και εγκαύματα πρώτου βαθμού χρησιμοποιούσαν και το βαλσαμόχορτο (Hypericum perforatum) στο οποίο ο Γαληνός και ο Διοσκουρίδης αποδίδουν διουρητικές, επουλωτικές, εμμηναγωγές και αιμοστατικές ιδιότητες.
Γνωστά ήταν και φυτά που τα χρησιμοποιούσαν για εσωτερικά όργανα του σώματος όπως τον «ηπατίτη» του Διοσκορίδη (Eupatorium cannabinum) για το συκώτι, το κορακόχορτο (Digitalis sp.) για την τόνωση της καρδιάς, το αιγόνυχον (Lithodorasp.) και η κοινή καυκαλίδα για τις πέτρες των νεφρών, το θερμοβότανο (Centaurium erythraea) ως καθαρτικό αίματος και η βουζιά (Sambucus ebulus) επίσης με καθαρτικές ιδιότητες. Η γνωστή σήμερα γαλατσίδα (Euphorbia peplus) πιθανότατα είναι ο «πέπλος» του Διοσκουρίδη, που χρησιμοποιήθηκε από την εποχή του Ιπποκράτη ως ιατρικό καθαρτικό. Το λιβανόχορτο (Ajuca iva), που πιθανόν είναι η «πρώτη χαμαιπίτης» του Διοσκουρίδη, από την οποία κατασκευάζεται ο χαμαιπιτύϊνος οίνος, που σύμφωνα με τον ίδιο «...τά φύλλα πινόμενα μετ’ οίνου επί ημέρας επτά, ίκτερον θεραπεύει...» (Παπανικολάου κ.ά. 2010).
Τα μέρη του φυτού που χρησιμοποιούνται είναι πολύ σημαντικά γιατί κρίνουν τη φαρμακευτική ικανότητα των φυτών. Φαίνεται ότι από τα περισσότερα είδη χρησιμοποιείται το ριζικό σύστημα για την κατασκευή φαρμάκων (πχ.Asphodelusaestivus, Cyclamen hederifolium, Veratrum album, Nuphar lutea). Κάποια από αυτά τα είδη χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα, όπως πχ. τοAsphodelus aestivus (Alibertis 2006). Στα «μαγικά» φάρμακα συγκαταλέγονται εκτός των άλλων τα κολχικά (Colchicum sp.), ένα από τα εφήμερα βότανα της Μήδειας, ο μανδραγόρας (Mandragora officinalis) με τις καθαρτικές, εμετικές, παραισθησιογόνες και ναρκωτικές ιδιότητες της ρίζας του, ο ελλέβορος ο κυκλόφυλλος (Helleborus odorus ssp. cyclophyllus), μολονότι θανατηφόρος σε μεγάλες ποσότητες, εντούτοις χρησιμοποιήθηκε από ρήτορες λόγω της ιδιότητας του να τονώνει τη μνήμη. Από τα πλέον γνωστά φυτά των αρχαίων ήταν η παιώνια ή πηγουνιά (Paeonia officinalis). Στο φυτό αυτό, το οποίο εκτιμούσαν πολύ για την ομορφιά και τις φαρμακευτικές του ιδιότητες (αιμοστατικές, σπασμολυτικές και εμμηναγωγές), δόθηκε το όνομα του θεού θεραπευτή Παιώνα.
Εδώδιμα είδη
Στη διατροφή τους οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν τα περισσότερα από τα είδη που καταναλώνονται σήμερα ευρέως, όπως π.χ. τις ντομάτες και τις πατάτες που έφτασαν στην Ευρώπη μετά την ανακάλυψη της Αμερικής. Παρόλα αυτά είχαν πλούσιο, σε ποώδη είδη, διαιτολόγιο. Πολλά από τα είδη που χρησιμοποιούσαν έχουν και σημαντικές φαρμακευτικές ιδιότητες. Μερικά από αυτά είναι τα πολύ γνωστά είδη, όπως το ραδίκι (Taraxacum officinale aggr.), η αγκινάρα (Cynarascolymus) κ.ά. που ακόμα συλλέγονται (Παπανικολάου κ.ά. 2010). Αυτά καταναλώνονται είτε ωμά σε σαλάτες, είτε μαγειρευτά σε διάφορα φαγητά, είτε σαν μπαχαρικά, μυρωδικά, είτε σε διάφορα γλυκά (πχ. Origanum dictamnus, Lactuca seriola, Piper nigrum, Hordeum vulgare, Atractyllis gummifera, Asphodelus alba, Capparis spinosa) (Alibertis 2006, Ανάσης 1976). Μάλιστα, σχετικά πρόσφατα αποδείχτηκε η μεγάλη αντιβακτηριακή δράση που έχουν πολλά από τα αρωματικά φυτά που χρησιμοποιούνται κυρίως ως μπαχαρικά (Adam et al. 1998). Πολύ κοινό επίσης στη διατροφή τους ήταν ο βολβός του Asphodelus aestivus, που μπορεί να θεωρηθεί η πατάτα των αρχαίων Ελλήνων λόγω της μεγάλης περιεκτικότητάς της σε άμυλο (Θανασούλια και Σιάτης 2008). Εδώδιμοι ήταν επίσης οι βολβοί τουMuscarispp. (του κούκου το ψωμί) και του Ornithogalum spp. (ορνιθόγαλο), που σύμφωνα με το Θεόφραστο (αναφερόμενο ως «σκίλλα η επιμενήδειος») “ης ο βολβός εδώδιμος” (Παπανικολάου κ.ά. 2010). Το άγριο καρότο (Daucus carota) που τρωγόταν ωμό, το πικροράδικο (Cichorium intybus) που το χρησιμοποιούσαν ως σαλατικό όπως και την αντράκλα (Portulaca oleracea) με τις διουρητικές ιδιότητες. Υψηλή θέση στις διατροφικές συνήθειες των αρχαίων είχε το κρεμμύδι και το σκόρδο (Allium sativum) το οποίο το θεωρούσαν τροφή για τους κωπηλάτες, το μάραθο το οποίο χρησιμοποιούσαν ως ορεκτικό λόγω της ιδιότητάς του να βοηθά στην πέψη. Τα νεαρά φύλλα του κρίταμου (Crithmum maritimum), που φυτρώνει δίπλα στην θάλασσα, μετά από βράσιμο τρωγόταν ως σαλάτα. Κοινή χρήση είχε και το Tragopogon porrifolius (λαγόχορτο ή τραγάκι κατά τους Διοσκουρίδη και το Θεόφραστο αντίστοιχα) με γεύση στρειδιού.·Μάλιστα σήμερα στην αγγλική γλώσσα αναφέρεται ως “oyster plant” δηλαδή «στρειδόχορτο» και καλλιεργείται ως εδώδιμο (en.wikipedia.org/wiki/Tragopogon_porrifolius).
Μερικά από τα εδώδιμα είδη ήταν πολύ σημαντικά ώστε η χρήση τους να συνδέεται με τη μυθολογία. Χαρακτηριστικά, αναφέρεται ότι ο Θησέας πριν σκοτώσει το Μινώταυρο έφαγε ένα πιάτο ζωχούς (Sonchus spp.) για να δυναμώσει (Alibertis 2006).
Άλλες χρήσεις αυτοφυών ποωδών ειδών
Η Ελλάδα είναι από τις πιο πλούσιες χώρες σε φυτικά είδη στην Ευρώπη. Χάρη σε αυτή την ποικιλότητα, στην Ελλάδα εμφανίζονται είδη με πλούσια άνθη, σε διάφορα χρώματα, αλλά και μεγάλη ποικιλία σε σχήματα και μορφές φύλλων. Όλα αυτά έδωσαν έμπνευση σε πολλούς καλλιτέχνες στη ζωγραφική, τη γλυπτική κ.ά. Ο κισσός (Hedera helix ssp. helix), ο άκανθος (Acanthus spinosus) και άλλα είδη αποτέλεσαν έμπνευση για τη διακόσμηση κιονόκρανων, αγγείων κ.ά. (Μπάουμαν 1993). Μάλιστα το Dracunculus vulgaris βρέθηκε σε σαρκοφάγους στην ανατολική Κρήτη – το είδος μοιάζει με φίδι και ήταν συνδεδεμένο με τον κάτω κόσμο του Άδη (Alibertis 2006). Επίσης πολλά είδη διακοσμούν τα αρχαία νομίσματα όπως π.χ. τοApium graveolens (σέλινο) (Μπάουμαν 2004). Τα αυτοφυή ποώδη φυτά δεν αποτέλεσαν μόνο πηγή έμπνευσης. Αρκετά χρησιμοποιήθηκαν ως πρώτη ύλη για διάφορες κατασκευές, όπως σε στέγες από καλάμια, για οικιακά σκεύη, δοχεία αποθήκευσης, ψάθες ως διαχωριστικά κ.ά. μικροαντικείμενα καθημερινής χρήσης.
Η χρήση αυτοφυών ποωδών ειδών επεκτείνεται και στη σαπωνοποιία, τη βαφική, ενώ ορισμένα χρησιμοποιήθηκαν σαν ζωοαπωθητικά. Ο κρόκος υπήρξε σημαντικό φυτό στην αρχαιότητα για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες αλλά και για την χρήση του σαν χρωστική ουσία. Λέγεται ότι οι χρωστικές ιδιότητες του κρόκου διαδόθηκαν από τους αρχαίους Αιγυπτίους ιδιαίτερα στην Κρήτη. Άλλωστε, ο κρόκος υπήρξε και το ιερό φυτό του βασιλιά Μίνωα. Τοιχογραφίες με άνθη κρόκου (Crocus spp.), με τον «κροκοσυλλέκτη πίθηκο» στα μινωικά ανάκτορα και της κροκοσυλλέκτριας στο Ακρωτήρι της Θήρας επιβεβαιώνουν το σημαντικό χαρακτήρα του φυτού στο οποίο επιπροσθέτως απέδιδαν και αφροδισιακές ιδιότητες. Το Saponaria officinalis(σαπωνόχορτο) χρησιμοποιήθηκε σαν σαπούνι (Μπάουμαν 1993), ενώ από τις ρίζες του Rubia peregrina έφτιαχναν κόκκινο χρώμα. Τις ρίζες του Inula viscosa(κόνυζος) χρησιμοποιούσαν και για την παραγωγή κίτρινου χρώματος, ενώ όταν έκαιγαν το φυτό απομακρυνόντουσαν τα ζώα και τα έντομα που δεν άντεχαν τη μυρωδιά του (Παπανικολάου κ.ά. 2010). Για την προστασία από το σκώρο χρησιμοποιούταν το «πόλιον» του Θεόφραστου, το Teucrium poliumssp.capitatum (λιβανόχορτο).
Επίσης, όπως συνηθίζουν οι σύγχρονοι καθολικοί, οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν το Styrax officinalis ως θυμίαμα (Alibertis 2006). Γνωστή είναι άλλωστε η χρήση διάφορων φυτών, κυρίως αυτών με κάποιου είδους παραισθησιογόνα ιδιότητα, σε θρησκευτικές τελετές. Από το Cyclamen spp. (κυκλάμινο) οι πολεμιστές χρησιμοποιούσαν το βολβό για να κάνουν δηλητηριώδεις τις ακμές των βελών για τα τόξα (Παπανικολάου κ.ά. 2010).
Για το Ferula communis ο μύθος έλεγε πως ο Διόνυσος διέταξε όλους όσους έπιναν να κρατούν ένα μπαστούνι από το βλαστό του είδους: ήταν δυνατό για
να τους κρατάει όρθιους, αλλά έσπαγε εύκολα ώστε να μην μπορούν, στη
μέθη τους, να χτυπήσουν κάποιον (Alibertis 2006)
Η πλούσια χλωριδική ποικιλότητα του ελλαδικού χώρου, έδωσε τη δυνατότητα στους αρχαίους Έλληνες να εκμεταλλευτούν τα διάφορα φυτικά είδη ποικιλοτρόπως στην καθημερινότητά τους, στη φαρμακευτική, στη μαγειρική, στη ζαχαροπλαστική. Πολλά είδη αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τις τέχνες και άλλα και την πρώτη ύλη σε διάφορες κατασκευές. Χρησιμοποιήθηκαν ακόμη στη σαπωνοποιία, στη βαφική, σαν ζωοαπωθητικά και σε θρησκευτικές τελετές. Αρκετά από αυτά τα φυτικά είδη χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα από τη σύγχρονη φαρμακευτική, ενώ άλλα εξακολουθούν να πρωταγωνιστούν στη μεσογειακή διατροφή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Adam, K., Sivropoulou, A., Kokkini, S., Lanaras, T., Arsenakis, M. (1998).
Antifungal activities of Origanum vulgare subsp. Hirtum, Mentha spicata,
Lavandula angustifolia and Salvia fruiticosa essential oil against
human pathogenic fungi. Journal of Agricultural and Food Chemistry,
Vol. 46, 1739-1745.
Alibertis, A. (2006). Healing-aromatic and edible Plants of Crete. Heraclion:
Mystis.
Ανάσης, Σ. Ε. (1976). Τα φαρμακευτικά βότανα της Ελλάδος. Αθήνα: Μα-
κρή.
Αραμπατζής, Ι.Θ. (1998, 2002). Θάμνοι και Δένδρα στην Ελλάδα. Τόμος Ι,
ΙΙ. Δράμα: Οικολογική Κίνηση Δράμας
Θανασούλια, Β., Σιάτης, Ν. (2008). Περί Βοτάνων. Αθήνα: Αγγελάκη.
Παπανικολάου Κ., Φωτιάδης Γ., Τσιφτσής Σ., Βιδάκης Κ., Καραγιαννακί-
δου Β. (2009). Παξοί – Φυτοπροσωπογραφία. Έκδοση Photo/Graphs
Studio O.E. Δράμα. Δήμος Παξών.
en.wikipedia.org/wiki/Tragopogon_porrifolius (ανακτήθηκε στις 15 Σεπτεμ-
βρίου).
Μπάουμαν, Ε. (2004). Φυτά σε αρχαία ελληνικά νομίσματα. Αθήνα: Ηλίβα-
τον.
Μπάουμαν, Ε. (1993). Η ελληνική χλωρίδα στο μύθο, στην τέχνη, στη λογο-
τεχνία. Αθήνα: Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης.
Παπαδόπουλος, Γ. (2007). Τα φάρμακα στην Aρχαία Eλλάδα. Aνάμεσα στο
μύθο, τη λαϊκή εμπειρική θεραπευτική και την επιστήμη. Aρχαιολογία
και Τέχνες, Τεύχ. 102, 32-38.
Σκαλτσά, Ε. (2006). Τα φάρμακα στην αρχαία Ελλάδα. Ανακτήθηκε στις 13
Σεπτεμβρίου 2010 από http://www.scribd.com/doc/4937953/-.
Αναρτήθηκε από ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΘΑΚΟΠΟΥΛΟΣ