Άρδευση και παραγωγικότητα της ελιάς
Γεώργιος Δ. Νάνος και Ελένη Πλιακώνη
Τμήμα Γεωπονίας Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος,
Σχολή Γεωπονικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Οδός Φυτόκου, 384 46 Βόλος
Γεώργιος Δ. Νάνος και Ελένη Πλιακώνη
Τμήμα Γεωπονίας Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος,
Σχολή Γεωπονικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Οδός Φυτόκου, 384 46 Βόλος
Η άρδευση βελτιώνει σημαντικά την απόδοση του ελαιώνα σε ελαιόλαδο χωρίς να μειώνει ουσιαστικά την ποιότητα του ελαιολάδου, ενώ είναι απαραίτητη για την παραγωγή βρώσιμης ελιάς. Με έρευνες τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς εξετάζεται κατά πόσο μπορεί να μειωθεί η ποσότητα τουχορηγούμενου αρδευτικού νερού χωρίς σημαντική μείωση της ποσότητας ή της ποιότητας της παραγωγής των ελαιοδένδρων.
Η ελιά μπορεί να αναπτυχθεί και να παράγει καρπό χωρίς άρδευση και στις πιο ξηρές συνθήκες της χώρας μας.
Μόνο με 200-800 mm βροχής ετησίως καλλιεργούνται τα περισσότερα ελαιόδεντρα σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας. Όταν οι βροχοπτώσεις είναι λίγες και κύρια κατανεμημένες το φθινόπωρο και χειμώνα σε συνδυασμό με τις υψηλές θερμοκρασίες άνοιξης και καλοκαιριού, η παραγωγή βλαστών και καρπών είναι ελάχιστη και η παρενιαυτοφορία έντονη, ώστε η μέση παραγωγικότητα του ελαιώνα να είναι έως και 1-2 κιλά λάδι το δέντρο. Με τις σημερινές τιμές του ελαιολάδου (που δεν αναμένεται να βελτιωθούν στο εγγύς μέλλον) και το κόστος όλων των γεωργικών εφοδίων και εργασιών, είναι αδύνατο να καλλιεργηθεί η ελιά χωρίς άρδευση και να αποδώσει οικονομικό αποτέλεσμα για τον επαγγελματία αγρότη. Όπου όμως υπάρχει διαθέσιμο νερό, ανάλογα με τη διαθέσιμη ποσότητα και το κόστος του, η ελαιοκαλλιέργεια είναι δυνατόν να αποφέρει κέρδος στον παραγωγό ιδιαίτερα όταν ο ελαιόκαρπος προορίζεται για μεταποίηση σε επιτραπέζια ελιά και προϊόντα της.
Η άρδευση βελτιώνει τη βλάστηση, μειώνει την ένταση της παρενιαυτοφορίας, μειώνει το ποσοστό ατελών ανθέων (ξηρικός ελαιώνας 53% άγονα άνθη, αρδευόμενος 8% άγονα άνθη από έρευνα στην Ιταλία), βελτιώνει την καρπόδεση και ανάπτυξη του καρπού και, όταν γίνεται ορθά,διατηρεί την ελαιοπεριεκτικότητα σε ικανοποιητικά επίπεδα.
Στην ελαιοποιήσιμη ελιά ποικ. Κορωνέικη η αύξηση παραγωγής ελαιόλαδου σε επίπεδο ελαιώνα από τη στάγδην άρδευση έφτασε το 30-58% ανάλογα με τον τύπο εδάφους και την κατάσταση των ελαιόδεντρων (Chartzoulakis et al.,1992). Στη βρώσιμη ελιά με το κατάλληλο κλάδεμα και την ορθή άρδευση και λίπανση πετυχαίνουμε υψηλή παραγωγή καρπών εμπορικού μεγέθους, ικανοποιητική ποιότητα (διατροφική αξία, συντηρησιμότητα) και σχεδόν εκμηδενισμό της παρενιαυτοφορίας. Έτσι βλέπουμε ότι με την άρδευση πολλές φορές ο παραγωγός αξίζει να εφαρμόσει στην ελιά είτε τις απαραίτητες ποσότητες είτε μεγαλύτερες από αυτές (δες χωριστό άρθρο για τον υπολογισμό των αναγκών σε νερό). Όμως υπάρχει και η άποψη να περιορίσουμε τη χρήση αρδευτικού νερού είτε γιατί αυτό είναι δυσεύρετο ή και ακριβό είτε γιατί με λιγότερο αρδευτικό νερό μπορούμε με ελάχιστη απώλεια ποσότητας να πετύχουμε καλύτερη ποιότητα ελαιολάδου και καρπού. Έτσι γίνονται εκτεταμένα εργασίες διεθνώς με σκοπό την κατανόηση της επίδρασης της περιορισμένης άρδευσης(με ποσότητες μικρότερες από τις ολικές υπολογιζόμενες ανάγκες του δέντρου) πάνω στην ποσότητα και ποιότητα του παραγόμενου ελαιόκαρπου και ελαιόλαδου.
Δοκιμές γίνονται για τον περιορισμό της χρήσης αρδευτικού νερού και στην Ελλάδα.
Η υδατική καταπόνηση μείωσε την περιεκτικότητα ελαιολάδου στους καρπούς (επί ξηρού ή νωπού βάρους). Όσον αφορά την ποιότητα μικρές μόνο αρνητικές αλλαγές βρέθηκαν στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των ελαιολάδων πλην των διατροφικά σημαντικών στερολών, οι οποίες αυξήθηκαν λόγω της υδατικής καταπόνησης.
Τέλος, όσον αφορά την ποιότητα της φρέσκιας πράσινης ελιάς ποικ. Κονσερβολιά, η περιορισμένη άρδευση (δες ανωτέρω για μεταχειρίσεις από το Ευρωπαϊκό πρόγραμμα IRRIQUAL) δεν τροποποίησε το χρώμα φλοιού, μέγεθος καρπού, % ξηρού βάρους της σάρκας και τα ολικά φαινολικά, δηλ. δεν επηρέασε αρνητικά την ποιότητα (εξωτερική, εσωτερική) του καρπού.
Συνοπτικά, η άρδευση βελτιώνει σημαντικά την παραγωγή ελαιολάδου από τον ελαιώνα χωρίς να μειώνει ουσιαστικά την ποιότητα του ελαιολάδου, ενώ είναι απαραίτητη για την παραγωγή βρώσιμης ελιάς. Η ποσότητα όμως αρδευτικού νερού μπορεί να περιοριστεί με κατάλληλες γνώσεις που συσσωρεύονται στην Ελλάδα και μπορούν να εφαρμοστούν από τις ομάδες των παραγωγών που θέλουν να προωθήσουν με ένα διαφορετικό σκεπτικό τα προϊόντα τους στην αγορά περιλαμβάνοντας την προστασία του περιβάλλοντος με την περιορισμένη χρήση νερού για άρδευση παράλληλα με άλλες φιλοπεριβαλλοντικές πρακτικές.
Δοκιμές γίνονται για τον περιορισμό της χρήσης αρδευτικού νερού και στην Ελλάδα.
Η υδατική καταπόνηση μείωσε την περιεκτικότητα ελαιολάδου στους καρπούς (επί ξηρού ή νωπού βάρους). Όσον αφορά την ποιότητα μικρές μόνο αρνητικές αλλαγές βρέθηκαν στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των ελαιολάδων πλην των διατροφικά σημαντικών στερολών, οι οποίες αυξήθηκαν λόγω της υδατικής καταπόνησης.
Τέλος, όσον αφορά την ποιότητα της φρέσκιας πράσινης ελιάς ποικ. Κονσερβολιά, η περιορισμένη άρδευση (δες ανωτέρω για μεταχειρίσεις από το Ευρωπαϊκό πρόγραμμα IRRIQUAL) δεν τροποποίησε το χρώμα φλοιού, μέγεθος καρπού, % ξηρού βάρους της σάρκας και τα ολικά φαινολικά, δηλ. δεν επηρέασε αρνητικά την ποιότητα (εξωτερική, εσωτερική) του καρπού.
Συνοπτικά, η άρδευση βελτιώνει σημαντικά την παραγωγή ελαιολάδου από τον ελαιώνα χωρίς να μειώνει ουσιαστικά την ποιότητα του ελαιολάδου, ενώ είναι απαραίτητη για την παραγωγή βρώσιμης ελιάς. Η ποσότητα όμως αρδευτικού νερού μπορεί να περιοριστεί με κατάλληλες γνώσεις που συσσωρεύονται στην Ελλάδα και μπορούν να εφαρμοστούν από τις ομάδες των παραγωγών που θέλουν να προωθήσουν με ένα διαφορετικό σκεπτικό τα προϊόντα τους στην αγορά περιλαμβάνοντας την προστασία του περιβάλλοντος με την περιορισμένη χρήση νερού για άρδευση παράλληλα με άλλες φιλοπεριβαλλοντικές πρακτικές.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΓΕΩΡΓΙΑ&ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ