Χλωρίδα & Πανίδα
Η γεωγραφική απομόνωση της περιοχής, η μορφολογία, ο περιορισμένος βαθμός ανθρώπινης παρέμβασης και η άριστη κατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος, καθιστούν το τοπίο και τις θαλάσσιες περιοχές του Πάρκου, ιδανικό καταφύγιο, για πολλά απειλούμενα με εξαφάνιση, είδη της χερσαίας και θαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας.
Xλωρίδα
Τα νησιά καλύπτονται από μεσογειακά δάση κωνοφόρων όπως ο πεύκος, μακία βλάστηση με θάμνους όπως η κουμαριά, το σχίνο, το φιλλύκι, το ρείκι, ο ράμνος και το πουρνάρι, συχνά σε μορφή δενδρώδη. Ακόμη συναντούμε αειθαλή, όπως το κρητικό σφενδάμι, η αγριελιά, το θαμνοκυπάρισσο και το σπάνιο δεντράκι Amelanchier chelmea. Συνηθισμένα είναι ακόμη τα φρύγανα σε μεγάλη ποικιλία ειδών. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι και η χασμοφυτική χλωρίδα, με αρκετά ενδημικά φυτά, όπως η Campanula reiseri, η Campanula rechingeri, το Linum gyaricum, η Areanaria phitosiana, κ.λ.π. Τα υποθαλάσσια λιβάδια Ποσειδωνίας (Posidonia oceanicae), τα οποία είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την αναπαραγωγή άλλων οργανισμών αλλά και τη συγκράτηση και ανακύκλωση διαφόρων ουσιών στο θαλάσσιο περιβάλλον, είναι εκτεταμένα και διατηρούνται σε άριστη κατάσταση.
Πανίδα
Η περιοχή του Πάρκου είναι ένας σημαντικός βιότοπος για πολλά είδη ψαριών (περίπου 300), πτηνών (περισσότερα από 80 είδη), ερπετών και επίσης θηλαστικών. H μεσογειακή φώκια (Monachus monachus), το κόκκινο κοράλι (Coraliu mrubrum), ο μαυροπετρίτης (Falco eleonorae), ο αιγαιόγλαρος (Laru saudouinii), ο θαλασσοκόρακας (Phalacrocorax aristotelis) και το αγριοκάτσικο των Γιούρων (Capra aegagrus) είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά σπάνια είδη που απαντούνται στη περιοχή. Μερικά από τα πτηνά που διαβιούν στο Πάρκο είναι ο σπιζαετός (Hieraetus fasciatus), o κορμοράνος (Phalacrocorax carbo) και ο ασημόγλαρος (Larus cacchinans) και οι σταχτάρες (Apus apus και Apus melba). Η ορνιθοπανίδα περιλαμβάνει επίσης τα είδη της οικογένειας Sylvidae, όπως οι τσιροβάκοι Sylvia melanocephala και Sylvia articapilla. Επίσης μεγάλη ποικιλομορφία παρουσιάζει η υποβρύχια πανίδα με πολλά βενθικά και πελαγικά είδη. Δελφίνια καθώς και μερικά είδη φαλαινών απαντώνται στην περιοχή. Τα πιο συνηθισμένα είδη δελφινιών και φαλαινών είναι το κοινό δελφίνι (Delphinus delphis), το ζωνοδέλφινο (Stenella coeruleoalba), το ρινοδέλφινο (Tursiops truncatus), o φυσητήρας (Physeter macrocephalus) και ο ζιφιός (Ziphius cavirostris).
Monachus Monachus
Η μεσογειακή φώκια Monachus monachus πήρε το όνομά της είτε εξαιτίας του σχήματος του πάνω μέρους του κεφαλιού της που μοιάζει σαν να φοράει σκούφο ρωμαιοκαθολικού καλόγερου είτε επειδή δε ζει σε μεγάλες ομάδες προτιμώντας την απομόνωση από την ανθρώπινη παρουσία. Αναπαρίσταται σε αρχαία Ελληνικά νομίσματα και αναφέρεται σε αποσπάσματα του Ομήρου που την περιγράφουν να λιάζεται σε αμμουδερές ακτές.
Ωστόσο, σήμερα η μεσογειακή φώκια θεωρείται το πιο απειλούμενο είδος στην Ευρώπη. Τα παλιά χρόνια είχε ευρεία εξάπλωση σε όλες τις ακτές της Μεσογείου, από τη Μαύρη Θάλασσα έως και τις ακτές του Ατλαντικού, του Μαρόκου και της Μαυριτανίας. Με το πέρασμα του χρόνου εξαιτίας διαφόρων παραγόντων που επέδρασαν αρνητικά στα ζώα και τα καταφύγιά τους, το είδος εξαφανίστηκε σε περισσότερες από 10 χώρες τα τελευταία 20 χρόνια.
Είναι πολύ δύσκολο να υπολογιστεί ο ακριβής αριθμός ατόμων του είδους, γιατί οι πληθυσμοί είναι διασκορπισμένοι και τα υπάρχοντα στοιχεία είναι ελάχιστα. Γενικά, υπολογίζεται ότι 400-500 άτομα επιβιώνουν σήμερα. Οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι στην Ελλάδα βρίσκονται τα 2/3 του συνολικού πληθυσμού της μεσογειακής φώκιας. Στις Βόρειες Ατλαντικές ακτές της Μαυριτανίας ο πληθυσμός υπολογίζεται στα 100-150 άτομα, πληθυσμός που συνεχώς μειώνεται τα τελευταία χρόνια εξαιτίας ενός επιδημικού ιού. Μικρότεροι πληθυσμοί βρίσκονται στις ακτές της Μαδέρα, Μαρόκου, Τουρκίας και Κύπρου.
Η μεσογειακή φώκια είναι από τα μεγαλύτερα είδη φωκιών στον κόσμο και το μήκος της φτάνει στα 2-3 μέτρα ενώ το βάρος της κατά μέσο όρο είναι 250 kg. Τα θηλυκά ωριμάζουν στα 3-4 χρόνια της ηλικίας τους, ενώ τα αρσενικά λίγο αργότερα. Η διάρκεια ζωής της φώκιας δεν έχει αποδειχθεί επιστημονικά, αλλά υπολογίζεται πως είναι περίπου 35 - 40 χρόνια.
Το δέρμα της καλύπτεται από κοντό, στιλπνό τρίχωμα με πιο συνηθισμένα χρώματα το γκρίζο ή καφέ στη ράχη με πιο ανοιχτόχρωμη κοιλιά. Τα νεογέννητα έχουν μήκος ένα μέτρο και ζυγίζουν 15-20 κιλά. Το δέρμα τους καλύπτεται από μακρύ μαύρο τρίχωμα με ένα άσπρο "μπάλωμα" στην κοιλιά. Δεν υπάρχουν εμφανείς διαφορές μεταξύ αρσενικών και θηλυκών.
Η κύηση διαρκεί περίπου 10 με 11 μήνες και οι γεννήσεις παρατηρούνται κυρίως τους μήνες Μάιο-Νοέμβριο, με αποκορύφωση το Σεπτέμβριο - Οκτώβριο. Η περίοδος γαλουχίας διαρκεί περίπου 4 - 8 εβδομάδες. Επειδή η περίοδος της κύησης και της γαλουχίας έχουν μεγάλη διάρκεια, οι γεννήσεις σημειώνονται συνήθως χρόνο παρά χρόνο. Η μεσογειακή φώκια γεννά ένα μόνο μικρό κάθε φορά. Σήμερα οι γεννήσεις λαμβάνουν χώρα κυρίως σε σπηλιές. Αυτό δε συνέβαινε παλαιότερα, αλλά μόνο από τότε που η μεσογειακή φώκια υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τις αμμώδεις παραλίες όπου γεννούσε τα μικρά της, εξαιτίας της ενόχλησης που προκαλείται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Τα νεογέννητα δεν μπορούν να κολυμπούν καλά τις πρώτες ημέρες της ζωής τους αλλά μέσα σε λίγες εβδομάδες είναι ικανά να κολυμπούν άριστα.
Η μεσογειακή φώκια τρέφεται με όλα τα είδη ψαριών και κεφαλόποδων που υπάρχουν στην περιοχή που ζει. Μια ενήλικη φώκια υπολογίζεται ότι ημερησίως καταναλώνει το 5-10 % του σωματικού της βάρους. Για να εξασφαλίσουν την τροφή τους επιτίθενται σε δίχτυα, ακολουθούν ψαρόβαρκες και μεταναστευτικά είδη ψαριών.
Απειλές
Οι κύριες απειλές για τη μεσογειακή φώκια είναι:
α) Η αυξημένη θνησιμότητα ενήλικων και ανήλικων ατόμων εξαιτίας σκόπιμων θανάτων που προέρχονται από τον άνθρωπο. Κατά το παρελθόν κυνηγήθηκε άγρια για το λίπος και το δέρμα της. Σήμερα, θεωρείται συχνά φυσικός ανταγωνιστής του ψαρά και προκαλεί μερικές φορές ζημιές στα δίχτυα για να «κλέψει» την τροφή της. Τα αλιευτικά αποθέματα μειώνονται συνεχώς λόγω της υπεραλίευσης και της παράνομης αλιείας και η φώκια σε αναζήτηση της καθημερινής της τροφής «αναγκάζεται» να αναζητήσει τροφή στα αλιευτικά εργαλεία. Αυτός ο ανταγωνισμός για αναζήτηση τροφής είναι ο κύριος λόγος θανάτωσής της. Στην Ελλάδα και παρά τη βαρβαρότητα της πράξης, αποτελεί φαινόμενο που εξακολουθεί να εμφανίζεται, ευτυχώς με συνεχώς μειούμενες τάσεις. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην περιοχή του Πάρκου δεν έχει αναφερθεί παρόμοιο κρούσμα τα τελευταία χρόνια.
β) Η αυξημένη θνησιμότητα ανήλικων ατόμων εξαιτίας απώλειας κατάλληλων βιοτόπων.
Παλιότερα οι φώκιες γεννούσαν σε αμμώδεις παραλίες και μεγάλες σπηλιές. Τα τελευταία χρόνια εξαιτίας ανθρώπινων δραστηριοτήτων (τουρισμός, σκάφη αναψυχής, λιμάνια, δρόμοι κ.λπ.), οι φώκιες αναγκάστηκαν να γεννούν μέσα σε ακατάλληλες για αυτό το σκοπό σπηλιές. Το ποσοστό θνησιμότητας νεογνών σε τέτοιες σπηλιές είναι αρκετά υψηλό, επειδή τα νεογνά είναι άπειρα στην κολύμβηση κατά τις πρώτες εβδομάδες της ζωής τους και μπορούν εύκολα να τραυματιστούν ή να πνιγούν, από τον έντονο κυματισμό κατά τη διάρκεια κακοκαιρίας.
γ) Η αυξημένη θνησιμότητα ενήλικων και ανήλικων ατόμων εξαιτίας εμπλοκής σε δίχτυα.
Μη σκόπιμη θνησιμότητα, κυρίως από πνιγμό, παρατηρείται σε όλη τη Μεσόγειο και για πολλά άλλα είδη (π.χ. Caretta caretta) εκτός από τη φώκια. Η μεσογειακή φώκια μπορεί να εμπλακεί σε όλους τους τύπους διχτυών, αλλά κυρίως στα στατικά δίχτυα.
|