Είναι ίσως η πρώτη φορά που οι αγρότες της Μαγνησίας εκδηλώνουν τόσο έντονη ανησυχία για το μέλλον της γεωργίας. Οι επιδοτήσεις με τη νέα Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) περικόπτονται σημαντικά και ο εκσυγχρονισμός φαντάζει πλέον απαραίτητος για να… φεύγουν τα προϊόντα. Βέβαια για να πωλούνται πρέπει πρώτα να παράγονται και στη Μαγνησία βακτήρια και έντομα που αναπτύσσονται ακόμα περισσότερο από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες οδηγούν σε αργό θάνατο τις βασικές καλλιέργειες ελιές, μήλων, οπορωφόρων…
Αναδιάρθρωση καλλιεργειών, καλύτερα προϊόντα, δημιουργία υποδομών και πλήθος άλλων προτάσεων είναι ένα πλαίσιο στο οποίο οι αγρότες έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους. Ο προβληματισμός τους σε ό,τι αφορά το μέλλον τους, ειδικά από το 2013 και μετά όπου και μειώνονται, σχεδόν σταματάνε οι επιδοτήσεις, διαφάνηκε όλο το τελευταίο χρονικό διάστημα.
Τα μπλόκα φέτος στη Μαγνησία για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια σχεδόν δεν εμφανίστηκαν, καθώς οι αγρότες αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν το διάλογο για να πετύχουν τους στόχους τους. Και αυτοί δεν είναι πολλοί παρά ένας και μοναδικός. Να μπορέσουν να διατηρήσουν τις καλλιέργειες και την παραγωγή τους, γεγονός σχεδόν αδύνατο όταν αυτές πλήττονται από εξωγενείς παράγοντες οι οποίοι ωστόσο δεν αναγνωρίζονται ως ασθένειες για να αποζημιώνονται από τον ΕΛΓΑ. Αποτέλεσμα κάθε νέα αγροτική περίοδο όλο και περισσότεροι παραγωγοί να… καταθέτουν τα όπλα!
Οι καιρικές συνθήκες «φουντώνουν» τις ασθένειες
Από το 1999 σε μηλοπαραγωγικές περιοχές του Πηλίου παρατηρείται μια ανησυχητική αύξηση του ποσοστού μικρόκαρπων μήλων τα οποία και δεν έχουν καμία εμπορική αξία, πρόβλημα που προσπαθεί να αποδείξει μέσα από την έρευνα του ο επιστημονικός συνεργάτης του ΕΘΙΑΓΕ και του Συνεταιρισμού Ζαγοράς Ιωάννης Ρούμπος.
Το φαινόμενο αρχικά εμφανίσθηκε σε περιοχές της Ζαγοράς με υψηλό υψόμετρο και σταδιακά επεκτάθηκε και σε όλες τις άλλες μηλοπαραγωγικές περιοχές του Πηλίου. Πλέον ευαίσθητη είναι η ποικιλία Starking Delicious, η οποία καλύπτει τη μεγαλύτερη καλλιεργούμενη επιφάνεια. Σε μικρότερο βαθμό εμφανίζεται στις ποικιλίες Red Chief και Starkimson.
Τα ασθενή δένδρα μπορεί να μην εμφανίζουν κάθε χρόνο μικροκαρπία, η ανάρρωση αυτή ωστόσο είναι προσωρινή γιατί το φαινόμενο επανέρχεται τις επόμενες χρονιές, όταν επικρατήσουν ευνοϊκές για τη εξάπλωση της ασθένειας συνθήκες όπως είναι οι πλούσιες βροχοπτώσεις.
Η έρευνα σχετικά με την αιτιολογία της μικροκαρπίας των μήλων που διεξάγεται στο ΕΘΙΑΓΕ, Ινστιτούτο Προστασίας Φυτών Βόλου, έδειξε ότι πρόκειται για την ασθένεια «Σκούπα της Μηλιάς» (apple proliferation) που οφείλεται στο παθογόνο φυτόπλασμα Candindatus Phytoplasma mali, ασθένεια που δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά με χημικά ή άλλα μέσα.
Ιδιαίτερα μεγάλη ήταν τη χρονιά αυτή η εξάπλωση της ασθένειας στην ορεινή ζώνη, όπου η απώλεια παραγωγής κυμάνθηκε μεταξύ 90-100%! Αντίθετα στη χαμηλή ζώνη (υψόμετρο κάτω των 400 μέτρων) οι ζημιές ήταν περισσότερο περιορισμένες. Στη μεσαία ζώνη οι ζημίες κυμαίνονταν μεταξύ 40-70%.
Σε ό,τι αφορά το Βακτηριακό Κάψιμο της αχλαδιάς, είναι η πιο σοβαρή ασθένεια και οφείλεται στο βακτήριο Erwinia amylovora. Από τις πλέον ευαίσθητες ποικιλίες είναι η Κοντούλα και το Κρυστάλλι, ενώ προσβάλλονται και η μηλιά και η κυδωνιά.
Η μεταφορά του μολύσματος γίνεται με τη βροχή, τον άνεμο, τα έντομα και τα εργαλεία κλαδεύματος. Η είσοδος των βακτηρίων στους φυτικούς ιστούς γίνεται από τα στομάτια και τις πληγές που δημιουργούνται από διάφορες αιτίες ( χαλάζι, έντομα κλπ). Σε ευνοϊκές καιρικές συνθήκες η εξέλιξη της ασθένειας είναι ταχυτάτη και καταστροφική. Σε επιδημικές συνθήκες οι επεμβάσεις με φυτοπροστατευτικά μέσα δεν έχουν συνήθως ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Η βερτισιλλίωση της ελιάς είναι η σοβαρότερη της ασθένεια που δεν αντιμετωπίζεται με χημικά μέσα. Είναι εδαφογενής και οφείλεται στο μύκητα Verticillium dahliae.Tα μολύσματα μεταφέρονται με το νερό, τα ζιζάνια, τα υπολείμματα της καλλιέργειας και το έδαφος που μεταφέρεται με τα εργαλεία ή τα αγροτικά μηχανήματα. Το νερό της βροχής ή του ποτίσματος αποτελεί πολύ σοβαρό παράγοντα διασποράς. Οι μολύνσεις των δένδρων γίνονται κυρίως από τις ρίζες με απευθείας είσοδο του παθογόνου ή από πληγές.
Η ανάπτυξη και ένταση της ασθένειας εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως είναι η πυκνότητα του μολύσματος, η φυλή του παθογόνου, η ποικιλία της ελιάς, η θερμοκρασία του εδάφους και του αέρα, καθώς και οι βροχοπτώσεις ή τα ποτίσματα.
Ο καιρός καταστρέφει τις παραγωγές
Ποιος είπε ότι οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ασθένεια και δεν προκαλούν καταστροφές στην παραγωγή; Όποιος και να το είπε απλά έκανε λάθος… Η μελέτη του Αναπληρωτή Καθηγητή Δενδροκομίας του Τμήματος Γεωπονίας, Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Γιώργου Νάνου αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο.
Σε ό,τι αφορά την ελιά, τη σπουδαιότερη καλλιέργεια στην Ελλάδα αλλά και στη Μαγνησία, παρουσιάζεται έντονο το φαινόμενο της παρενιαυτοφορίας, δηλαδή η υψηλή παραγωγή μιας χρονιάς εμποδίζει το σχηματισμό ανθικών καταβολών για την επόμενη χρονιά. Έτσι τη χρονιά μεγάλης καρποφορίας ακολουθεί χρονιά με ελάχιστη καρποφορία. Αποτελεσματικός τρόπος οικονομικής μείωσης αυτού του προβλήματος δεν υπάρχει, αλλά και δεν μπορεί να θεωρηθεί ζημιά που αποζημιώνεται, παρ’ όλο που το εισόδημα του παραγωγού είναι ελάχιστο τη χρονιά χωρίς καρποφορία, ενώ κάποια έξοδα γίνονται ούτως ή άλλως.
Την ίδια στιγμή διάφορα καιρικά φαινόμενα μειώνουν σημαντικά την παραγωγή καρπών πέραν του φυσιολογικού προβλήματος της παρενιαυτοφορίας και την εντείνουν σε ολόκληρες περιοχές.
Η ελιά παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα: απαιτεί ψύχος το χειμώνα για να διαμορφωθούν σωστά οι καρποί. Έτσι η καρποφορία μιας χρονιάς μετά από θερμό χειμώνα μπορεί να είναι ιδιαίτερα μειωμένη, να έχουμε δηλ. το φαινόμενο της ακαρπίας από αντίξοες καιρικές συνθήκες. Ιδιαίτερα οι ποικιλίες του Πηλίου απαιτούν πάρα πολλές – περίπου 900 ανάλογα με την θερμοκρασία – σε θερμοκρασίες το χειμώνα κάτω από τους 7,2°C και άνω του μηδενός. Μάλιστα οι συγκεκριμένες θερμοκρασίες πρέπει να σημειώνονται από τα τέλη Οκτωβρίου έως τις αρχές - μέσα Φεβρουαρίου.
Οι συνθήκες αυτές με σχετικά θερμούς χειμώνες και ιδιαίτερα θερμές περιόδους το χειμώνα είναι όλο και πιο συχνές τα τελευταία έτη και σε συνδυασμό με την αναμενόμενη κλιματική αλλαγή πιθανόν να κάνει πιο προβληματική την κανονική παραγωγή ελιάς.
Τίθεται βέβαια το ερώτημα πως μπορεί να ελεγχθεί ότι η χρονιά ακαρπίας δεν είναι χρονιά παρενιαυτοφορίας. Φυσικά μπορεί να ελεγχθεί με στοιχεία μετεωρολογικών σταθμών, με την ευρύτερη εμφάνιση του προβλήματος σε μια περιοχή και με την παραγωγή της προηγούμενης χρονιάς.
Από εκεί και πέρα ακραίες συνθήκες όπως συχνά υψηλές θερμοκρασίες ή χαμηλές θερμοκρασίες με παρατεταμένη νέφωση ή ξηρασία επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη, ενώ πολλές φορές οι κλιματικές συνθήκες στην άνθιση μειώνουν έως και εκμηδενίζουν την καρπόδεση. Ακόμα βροχερός καιρός ή και δυνατοί άνεμοι προκαλούν μειωμένη καρπόδεση έως και ακαρπία.
Σε ό,τι αφορά τα φυλλοβόλα οπωροφόρα, σε γενικές γραμμές ισχύει ακριβώς ό,τι και για την ελιά με τις απαιτήσεις σε ψύχος να διαφοροποιούνται ανάλογα με το είδος. Για τα μήλα χρειάζονται 1.200 ώρες, αχλάδια 700, κεράσια >1.100, ροδάκινα και νεκταρίνια <300(πρώιμες καλλιέργειες) και >800(μέσης εποχής και όψιμες), δαμάσκηνα 700, καρύδια 700-1.500 και βερίκοκα 300-1.000.