ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ
«ΚΑΠ μετά το 2013»- Η πρόταση της Επιστημονικής Ομάδας Εργασίας που θα τεθεί προς διαβούλευση στους Κοινωνικούς Εταίρους
Η συζήτηση για το μέλλον της ΚΑΠ, μετά το 2013, είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις μελλοντικές δημοσιονομικές προοπτικές (2014-2020) της Ε.Ε. ενώ το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης στρέφεται γύρω από τις επιδράσεις της οικονομικής κρίσης και της κλιματικής αλλαγής με σκοπό την προσαρμογή σε αυτές.
Η συζήτηση άρχισε ουσιαστικά το 2008, με τη διαβούλευση για τις προτεραιότητες που θα χρηματοδοτεί μετά το 2013 ο κοινοτικός προϋπολογισμός. Στη διαβούλευση αυτή οι δαπάνες της ΚΑΠ αποτέλεσαν αντικείμενο έντονης κριτικής, σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να στοιχειοθετείται η προστιθέμενη αξία της για να δικαιολογείται στο εξής η δημόσια δαπάνη που συνεπάγεται η εφαρμογή της.
Από πλευράς δαπανών, υπάρχουν τάσεις μείωσης των πόρων για την Γεωργία, σταθεροποίησης των δαπανών της Συνοχής με προσανατολισμό υπέρ των φτωχότερων νέων μελών, και αύξησης των πόρων για Έρευνα/Ανάπτυξη/Καινοτομία. Η αντιμετώπιση των λεγόμενων νέων προκλήσεων (κλιματική αλλαγή, μετανάστευση) αναμένεται να αποκτήσει αυξημένη σημασία, απορροφώντας ολοένα και περισσότερους πόρους. Ο στόχος της κλιματικής αλλαγής συνδέεται και με τη γεωργία, που μπορεί να συμβάλει στον περιορισμό CO2, εκπομπών δηλαδή αερίων θερμοκηπίου.
Συγκρίνοντας την διαπραγμάτευση για τις τρέχουσες δημοσιονομικές προοπτικές με τις προσεχείς, βλέπουμε ότι, ενώ στην προηγούμενη διαδικασία οι πόροι για την γεωργία ήταν δεδομένοι, εφόσον είχαν συμφωνηθεί στο πλαίσιο της διεύρυνσης, στην παρούσα φάση ενδέχεται ως δεδομένο το βασικό ζητούμενο να είναι οι πόροι για την Γεωργία.
Η αναμόρφωση της ΚΑΠ ήταν πάντα ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο και αυτή τη φορά θα είναι ακόμα πιο δύσκολο, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει διευρυνθείι με την προσθήκη νέων μελών, κάνοντας την διαπραγμάτευση ακόμα πιο περίπλοκη. Η πίεση που ασκεί η οικονομική κρίση στα δημόσια οικονομικά θα οδηγήσει τα ΚΜ σε πιο σκληρή στάση αναφορικά με το τι κερδίζουν και τι χάνουν. Ο αρνητικός συσχετισμός δυνάμεων στο επίπεδο της Ένωσης, σε σχέση με τα ελληνικά συμφέροντα, κάνει ακόμα πιο δύσκολη τη διαπραγμάτευση για τη χώρα μας. Η ανάγκη σχηματισμού εκτενούς δικτύου συνεργιών, όχι μόνο με τους λεγόμενους παραδοσιακούς συμμάχους, αλλά με όλα τα κράτη μέλη. της ΕΕ, αναλόγως των ιδιαίτερων ζητημάτων που συζητούνται, είναι πιο αναγκαία από ποτέ.
Από κείμενα που ήρθαν στη δημοσιότητα το Νοέμβριο του 2009, μπορεί να διακρίνει κανείς, με τα μέχρι τότε δεδομένα, το περίγραμμα ενός πιθανού σεναρίου για το μέλλον της ΚΑΠ. Στα κείμενα αναφέρεται ότι η μελλοντική μεταρρύθμιση της ΚΑΠ «θα έπρεπε να καθορίζεται από δύο στόχους: πρώτον, από τον εκσυγχρονισμό της για να μπορέσει να απαντήσει στις νέες προκλήσεις και από τη συγκέντρωση των δαπανών εκεί που αποφέρουν υπεραξία. Δεύτερον, από μια μείωση του προϋπολογισμού, που αφιερώνεται στη γεωργία για να απελευθερωθούν ποσά για τις νέες ευρωπαϊκές προτεραιότητες». Η αναφορά για «σημαντική μείωση του προϋπολογισμού ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να δηλώσει ότι δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Παρόλα αυτά μπορεί να θεωρηθεί ενδεικτικό των προθέσεών της εκείνη τη χρονική στιγμή.
Η συζήτηση για την ΚΑΠ συνδέεται άμεσα και με τη νέα στρατηγική για την απασχόληση και την ανάπτυξη «Ευρώπη 2020», που παρουσίασε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και βασίζεται στην ενίσχυση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών. Στις τρεις προτεραιότητες και τους εφτά μεγάλους στόχους της στρατηγικής του 2020, η γεωργία αποτελούσε αρχικά υποκεφάλαιο της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Αναφέρονταν μόνο τα αγροτικά ταμεία και η αγροτική ανάπτυξη.
Με παρέμβαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τονίστηκε η συμβολή της γεωργίας στην στρατηγική Ευρώπη 2020, ως πολιτικής που μπορεί να συμβάλει στην έξυπνη και βιώσιμη ανάπτυξη και στην απασχόληση.
Στο ευρύτερο πλαίσιο των συζητήσεων για την ΚΑΠ πρέπει να συνυπολογίσουμε:
· την πρόσφατη έρευνα του ΕΥΡΟΒΑΡΟΜΕΤΡΟΥ που έδειξε υποστήριξη των ευρωπαίων πολιτών στην ΚΑΠ
· Την πρόσφατη επισιτιστική κρίση (2008) αλλά και την πολύ πρόσφατη αναταραχή στην αγορά των δημητριακών, που τονίζουν τη σημασία της επισιτιστικής ασφάλειας που εξακολουθεί να συνιστά σημαντική στρατηγική επιλογή.
· Τις θετικές, απέναντι στην γεωργία, γνωμοδοτήσεις των θεσμικών οργάνων της ΕΕ (Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, ΕΟΚΕ, Επιτροπή των περιφερειών).
Κατά τον Επίτροπο Γεωργίας, "..Η κοινή αγροτική πολιτική αφορά το σύνολο της κοινωνίας, όχι μόνο τους αγρότες. Η ευρωπαϊκή γεωργία συνδέεται άμεσα με θέματα όπως η ασφάλεια των τροφίμων, αλλά και η προστασία του φυσικού τοπίου, η απασχόληση, το περιβάλλον, η κλιματική αλλαγή…». Η Ε. Επιτροπή κάλεσε όλους τους ενδιαφερομένους πολίτες και φορείς της ΕΕ - είτε απασχολούνται στον τομέα της γεωργίας είτε όχι - σε δημόσια συζήτηση για το μέλλον της κοινής αγροτικής πολιτικής, τις αρχές και τους στόχους της. Κατά την διάρκεια της δημόσιας διαβούλευσης τα θέματα που συζητήθηκαν περισσότερο ήταν: η διατροφική ασφάλεια και επάρκεια, το περιβάλλον, η κλιματική αλλαγή, η απασχόληση, η μεταβλητότητα των αγορών αλλά και η σημασία της γεωργίας για την περιφέρεια.
Στη διάσκεψη που ακολούθησε το πέρας της δημόσιας διαβούλευσης για τη νέα ΚΑΠ, ο επίτροπος κ. Ciolos έδωσε τις γενικές κατευθύνσεις και λέγοντας ότι:
«Η νέα ΚΑΠ πρέπει να βρει την κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στις διαφορετικές προτεραιότητες. Η δημόσια στήριξη είναι αυτή που θα μας επιτρέψει να συμφιλιώσουμε τις οικονομικές, τις περιβαλλοντικές, τις κοινωνικές και τις εδαφικές προτεραιότητες.
Η νέα ΚΑΠ θα πρέπει να:
· ενισχύει την ανταγωνιστικότητα και την βιώσιμη γεωργία
· να εξασφαλίζει την μακροπρόθεσμη επιβίωση των αγροτών
· να προτρέπει τους αγρότες στην υιοθέτηση βιώσιμων γεωργικών πρακτικών
· να διασφαλίζει τη γεωργία και την απασχόληση στην περιφέρεια ιδιαίτερα στις μειονεκτικές περιοχές
Η δημόσια στήριξη πρέπει να κατανέμεται πιο σωστά και πρέπει να είναι εμφανείς στους φορολογούμενους οι λόγοι για τους οποίους δίνεται.
Το ιστορικό μοντέλο με τις στρεβλώσεις που δημιουργεί θα καταργηθεί. Όμως ισότητα στο ύψος των ενισχύσεων και δικαιοσύνη δεν είναι ταυτόσημα. Πρέπει να υπάρχουν κριτήρια αντικειμενικά και ρεαλιστικά. Ο τύπος της γεωργίας, οι κλιματικές / περιβαλλοντικές συνθήκες και τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα θα παίζουν ρόλο στο ύψος των ενισχύσεων.
Η δομή με τους δύο πυλώνες θα διατηρηθεί. Ο πρώτος πυλώνας αφορά όλη την ΕΕ και είναι η ετήσια ενίσχυση που δίνεται σε όλους τους αγρότες ώστε να αντιμετωπιστούν οι μεγάλες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η ευρωπαϊκή γεωργία.»
Στη συζήτηση που γίνεται για το μέλλον της ΚΑΠ πρέπει να διερευνηθούν τα τρία εργαλεία πολιτικής της:
αγορές,
άμεσες ενισχύσεις,
αγροτική ανάπτυξη
καθώς και οι συσχετισμοί μεταξύ τους.
Άμεσες Ενισχύσεις
Οι άμεσες ενισχύσεις αποτελούν δίχτυ ασφαλείας του βασικού εισοδήματος των αγροτών, τα μέτρα ρύθμισης της αγοράς αποτελούν δίκτυ ασφαλείας της αγοράς και των τιμών ενώ αυξανόμενη είναι η σημασία των μέτρων Αγροτικής Ανάπτυξης που οδηγούν προς μια αειφόρο προσαρμογή της ευρωπαϊκής γεωργίας. Οι τρεις πολιτικές δρουν παράλληλα και συνεργατικά.
Σε περίπτωση απουσίας μίας βασικής ενίσχυσης του εισοδήματος, πολλοί ευρωπαίοι παραγωγοί θα προέβαιναν σε εντατικοποίηση των μεθόδων παραγωγής τους για να διατηρήσουν το εισόδημά τους ενώ άλλοι απλά θα εγκατέλειπαν τη γεωργία. Το αποτέλεσμα θα ήταν λιγότερη συνολικά παραγωγή, πιο εντατικές μέθοδοι παραγωγής και συγκέντρωση της παραγωγής σε ανταγωνιστικές περιοχές. Η συνέπεια θα ήταν η παροχή λιγότερων δημόσιων αγαθών συνολικά και περισσότερων δυσκολιών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Το αντίθετο από αυτό που έχει θέσει ως στόχο η μελλοντική ΚΑΠ. Υπό αυτό το πρίσμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι μία βασική εισοδηματική ενίσχυση, συνδεδεμένη με την πολλαπλή συμμόρφωση καθώς και ενίσχυση για την παροχή βασικών δημόσιων αγαθών, θα συνεχίσει να υφίσταται και στο μέλλον.
Αλλά για να ανταποκριθεί η ΚΑΠ με επιτυχία στους στόχους «μετά το 2013», χρειάζονται περαιτέρω προσαρμογές, όπως για παράδειγμα ένα περισσότερο εναρμονισμένο αλλά όχι οριζόντιο επίπεδο ενίσχυσης. Το τελευταίο κύμα διευρύνσεων της ΕΕ, από το 2004 έως το 2007, αύξησε σημαντικά την ποικιλία των ευρωπαϊκών τύπων γεωργίας και τις ανισότητες στις παραγωγικές δομές και τα επίπεδα ανάπτυξης. Αυτή η ποικιλότητα των τύπων γεωργίας της Ε.Ε. απαιτεί διαφοροποιημένες προσεγγίσεις ανάλογα με την περιοχή: πεδινές έναντι ορεινών, μεγάλες καλλιέργειες έναντι κτηνοτροφίας, ζώνες περιαστικές έναντι απομονωμένων αγροτικών, επιχειρηματική γεωργία έναντι γεωργίας μικρής κλίμακας.
Η εναρμόνιση στο επίπεδο των ενισχύσεων θα οδηγήσει σε επαναπροσδιορισμό των άμεσων ενισχύσεων μεταξύ των Κρατών Μελών. Σημαντική είναι η επιλογή των κριτηρίων, που θα χρησιμοποιηθούν για να υπολογιστεί το ύψος της βασικής ενίσχυσης.
Η εισαγωγή κριτηρίων σχετικών με το εισόδημα και/ή περιοχών ορεινών ή με φυσικά μειονεκτήματα, το εύρος και ο τρόπος που θα γεφυρωθεί το κενό μεταξύ της κατάστασης που επικρατεί τώρα και της μελλοντικής, είναι δύσκολα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν. Είναι καλή ευκαιρία να δούμε την αναδιανομή και την κατανομή των πόρων με άλλα πιο αποτελεσματικά και πιο αναπτυξιακά κριτήρια. Η διαχείριση και η αξιοποίηση των ενισχύσεων μετά το 2013 είναι μία νέα αρχή και ευκαιρία για τον επανακαθορισμό των στόχων και των προοπτικών του πρωτογενή τομέα στην Ελλάδα. Τα αποτελέσματα της διαχείρισης του παρελθόντος το επιβάλλουν.
Από τις αναλύσεις που έχουν μέχρι τώρα γίνει σε επίπεδο ΕΕ αλλά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής γεωργίας μπορούμε να διαμορφώσουμε κατευθύνσεις και προτάσεις που έχουν σημασία στην διαπραγμάτευση της νέας ΚΑΠ.
Ο υπολογισμός των άμεσων ενισχύσεων να γίνει με βάση την επιλέξιμη και όχι τη χρησιμοποιούμενη γεωργική γη. Ιδιαίτερη βαρύτητα πρέπει να δοθεί στον υπολογισμό των βοσκοτόπων και πρέπει να λυθούν τα προβλήματα καθορισμού αυτών των περιοχών. Καθώς οι επιλέξιμες εκτάσεις γεωργικής γης στην Ελλάδα είναι σημαντικά μεγαλύτερες από τις χρησιμοποιούμενες, η μέση ενίσχυση ανά εκτάριο στην Ελλάδα θα γίνει πλέον συγκρίσιμη και πιο εναρμονισμένη με την μέση ενίσχυση στις άλλες χώρες της ΕΕ.
Στην διαμόρφωση της άμεσης εισοδηματικής ενίσχυσης πρέπει να ληφθεί υπόψη όχι μόνον η αγροτική έκταση αλλά και το αγροτικό δυναμικό ή η γεωργική απασχόληση που είναι ιδιαίτερα υψηλή στην Ελλάδα.
Η ύπαρξη στην Ελλάδα πολλών μικρών παραγωγών καθιστά ουσιαστική την εισαγωγή ενός ανώτατου χρηματικού ορίου στην επιδότηση που λαμβάνει κάθε παραγωγός στην ΕΕ, μέτρο που είναι κοινωνικά δίκαιο και συνάδει με τις αρχές της ΕΕ. Η εισαγωγή ανώτατου ορίου θα συμβάλλει ώστε να μειωθούν οι πληρωμές στις πολύ μεγάλες εκμεταλλεύσεις που τώρα λαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της ενίσχυσης, ενώ τα χρήματα που θα εξοικονομούνται μπορούν να αναδιανέμονται σε μικρότερους παραγωγούς.
Η νέα ΚΑΠ θα πρέπει να αντιμετωπίζει ευνοϊκότερα περιοχές σημαντικής βιοποικιλότητας (Natura 2000) και Υψηλής Φυσικής Αξίας Αγροτικές περιοχές –(HVL) καθώς αυτό συμβαδίζει με τους νέους στόχους της ΚΑΠ αλλά και ευνοεί την Ελλάδα που έχει σημαντικές εκτάσεις από τις παραπάνω περιοχές.
Ιδιαίτερη αντιμετώπιση πρέπει να υπάρχει σε ορεινές, και περιοχές με φυσικά μειονεκτήματα. Οι παραπάνω περιοχές είναι λιγότερο ανταγωνιστικές και η γεωργία θα εγκαταλειφθεί αν δεν αντιμετωπιστούν ευνοϊκά. Σημαντικές είναι οι εκτάσεις αυτών των περιοχών στην Ελλάδα και πρέπει να προστατευτούν. Οι περιοχές με έντονο πρόβλημα ερημοποίησης και έλλειψης υδάτινων πόρων και οι αγροτικές εκτάσεις εδαφών χαμηλής οργανικής περιεκτικότητας, οι οποίες συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, θα πρέπει να ενταχθούν σε καθεστώς περιβαλλοντολογικά ευαίσθητων περιοχών.
Περιφερειοποίηση δεν σημαίνει καθιέρωση ενιαίων στρεμματικών ενισχύσεων σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Κάτι τέτοιο θα ωφελούσε δυσανάλογα, επιχειρήσεις που απασχολούν ολιγάριθμο προσωπικό και κατέχουν μεγάλες εκτάσεις. Επιπλέον οι συνθήκες παραγωγής και, επομένως, το κόστος με το οποίο επιβαρύνονται οι αγρότες στην Ευρώπη ποικίλουν εξαιρετικά: υπάρχουν σημαντικές διαρθρωτικές και (αγρο-) κλιματολογικές διαφορές, αλλά και εξαιρετικές αποκλίσεις ως προς το κόστος εφοδιασμού και διαβίωσης στις διάφορες περιοχές. Επίσης, οι οικονομίες κλίμακας στα επιμέρους κράτη μέλη, σε περιφέρειες, αλλά και μεταξύ τύπων εκμετάλλευσης επηρεάζουν σημαντικά το κόστος. Η χορήγηση ενιαίων πανευρωπαϊκών στρεμματικών ενισχύσεων δεν είναι εφικτή. Απαιτούνται διαφορετικές λύσεις ανάλογα με τις αγρο-κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν στην εκάστοτε περιφέρεια καθώς και τους τύπους των αγροτικών εκμεταλλεύσεων.
Στην Ελλάδα, η εφαρμογή μιας ενιαίας ενίσχυσης για όλη τη χώρα (εφόσον θεωρηθεί ολόκληρη η Ελλάδα σαν μια περιφέρεια) δεν ενδείκνυται λόγω της μεγάλης ανομοιομορφίας που υπάρχει, ως προς την παραγωγική διάρθρωση μεταξύ των διάφορων περιοχών. Εάν η Ελλάδα θεωρηθεί σαν μια ενιαία περιφέρεια, αυτό θα οδηγήσει σε μεγάλες διακυμάνσεις σε σχέση με την παρούσα κατανομή των ενισχύσεων που γίνεται με βάση το ιστορικό μοντέλο. Σύμφωνα με έρευνες (Ιστορικό ή Περιφερικό Μοντέλο των Ενισχύσεων της ΚΑΠ: Σενάρια και Εφαρμογές) θα υπάρξουν περιοχές με μεγάλες απώλειες γεγονός που μπορεί να προκαλέσει έντονες κοινωνικοοικονομικές ανακατατάξεις.
Επίσης, πολλές περιοχές στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται από χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, από προβλήματα ανάπτυξης, δημογραφικά προβλήματα ενώ ένα σχετικά μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού τους ανήκει στον αγροτικό τομέα. Για να μπορέσουν λοιπόν να ληφθούν υπόψη αυτές οι ιδιαιτερότητες πρέπει να γίνει ένας προσεκτικός διαχωρισμός της χώρας σε περιφέρειες.
Πρέπει να επιδιωχθεί το περιφερειακό μοντέλο άμεσων ενισχύσεων να είναι απλό στην εφαρμογή του, ευέλικτο και εύκολα κατανοητό στους εμπλεκόμενους.
Ο διαχωρισμός μπορεί να είναι κατά βάση γεωγραφικός, με βάση της 13 περιφέρειες και της ιδιαιτερότητες καθεμιάς. Εναλλακτικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν βάση ο διαχωρισμός με βάση το είδος της αγροτικής παραγωγής και τις χρήσεις της αγροτικής γης όπως τον κάνει και η μελέτη «Update of Analysis of Prospects in the Scenar 2020 Study, Preparing for Change» όπου η Ελλάδα διαχωρίζεται σε τρεις περιφέρειες (σελίδα 170): 1) έντονης καλλιέργειας (Intensive crop farming), 2) χορτολιβαδικές κυρίως εκτάσεις (European grasslands) και 3) επιλεκτικής καλλιέργειας με μεγάλα χέρσα τμήματα (Selected farming with high share of fallow land).
Πυλώνας 2 / Αγροτική Ανάπτυξη
Οι συζητήσεις για τη χρηματοδότηση του 2ου πυλώνα της ΚΑΠ, της αγροτικής ανάπτυξης, είναι επίσης έντονες. Αυτή η πολιτική που θεσπίστηκε με τη μεταρρύθμιση του 1999, τροφοδοτείται με τη μεταφορά ενός μέρους των άμεσων ενισχύσεων (δυναμική διαφοροποίηση) του 1ου πυλώνα στο 2ο πυλώνα της ΚΑΠ. Η συγχρηματοδότηση που απαιτούν τα μέτρα του 2ου πυλώνα και τα σχετικά μικρότερα ποσά, σε σχέση με τα Δικαιώματα Ενιαίας, εξασθενούν πολλές φορές την ελκυστικότητά τους.
Σε κείμενο της Επιτροπής οι προθέσεις της γίνονται συγκεκριμένες σε σχέση με την αγροτική ανάπτυξη: «η αγροτική ανάπτυξη έχει να παίξει ένα ρόλο ιδιαίτερο στη μετάβαση προς μια οικονομία πιο ευέλικτη και με υψηλή προστιθέμενη αξία».
Η ευρωπαϊκή πολιτική πρέπει να θέσει τη γεωργία σε κατάσταση που θα της επιτρέπει να παράγει «καλύτερα» και να αξιοποιεί τη θετική συμβολή της στο περιβάλλον και την πράσινη ανάπτυξη. Η ενίσχυση θεωρείται θετική όταν επιτρέπει καλύτερη στόχευση για μια αειφόρο γεωργία. Η ρόλος του 2ου πυλώνα στην επίτευξη των παραπάνω στόχων είναι ιδιαίτερα σημαντικός.
Στην περίοδο μετά το 2013 ο προϋπολογισμός του 2ου Πυλώνα φαίνεται να αυξάνεται σε σχέση με την τρέχουσα περίοδο παρόλο που οι αγροτικές χώρες και οργανώσεις αρνούνται κάθε συμπληρωματική μεταφορά ενισχύσεων από τον 1ο πυλώνα.
Στην σημερινή ΚΑΠ οι πόροι του προϋπολογισμού για την προστασία του αγροτικού περιβάλλοντος είναι περιορισμένοι. Ως αποτέλεσμα, στην καλύτερη περίπτωση, ο 2ος πυλώνας ενισχύει εκμεταλλεύσεις θετικές ήδη από οικολογική άποψη, αλλά δεν διαθέτει το απαραίτητο εύρος στήριξης των εκμεταλλεύσεων ώστε να αλλάξουν τις πρακτικές ή να ευνοηθεί ο φιλοπεριβαλλοντικός προσανατολισμός των συστημάτων παραγωγής.
Τα υπάρχοντα αγροπεριβαλλοντικά μέτρα, θεωρούνται από πολλούς, ως δαπανηρά στην εφαρμογή τους, χαμηλής αποτελεσματικότητας και κατακρίνονται για τον ελλιπή έλεγχο των δαπανών και την διοικητική πολυπλοκότητα του μηχανισμού τους.
Επιπλέον, επειδή ο 2ος πυλώνας δεν περιλαμβάνει αποκλειστικά μέτρα που αφορούν στο γεωργικό πεδίο, είναι απαραίτητο να οριστούν κριτήρια αειφορίας εφαρμόσιμα στα προγράμματα άλλων αξόνων, προκειμένου να μην επενδύεται δημόσιο χρήμα σε δράσεις αντίθετες στην αειφόρο ανάπτυξη
Η εφαρμογή μέτρων του 2ου Πυλώνα δίνει το πλεονέκτημα στη χώρα να εξειδικεύσει μόνη της πολιτικές-προτεραιότητες, σε επίπεδο μέτρων, που θεωρεί απαραίτητες. Η Αγροτική Ανάπτυξη θα πρέπει να παίξει σημαντικό ρόλο, για να ανταποκριθεί επιπλέον και στην πρόκληση της κλιματικής αλλαγής, συμπληρώνοντας τη διαδικασία αναμόρφωσης της ΚΑΠ και την προσαρμογή της ευρωπαϊκής γεωργίας, επιτρέποντας στα ΚΜ να επιλέξουν, μέσα από μια παλέτα μέτρων και προτεραιοτήτων, τον καταλληλότερο συνδυασμό μέτρων, τα οποία θα ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα και θα βελτιώνουν το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής στις αγροτικές περιοχές, υλοποιώντας την στρατηγική τους.
Κατά συνέπεια τα μέτρα που θα εφαρμοσθούν θα πρέπει να εμφανίζουν τη μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα, ανά επενδυόμενο € εθνικής συμμετοχής.
Η εφαρμογή των μέτρων του πυλώνα 2 απαιτεί συγχρηματοδότηση από το κράτος. Μάλιστα αρκετές Περιφέρειες δεν θα βρίσκονται πλέον στον στόχο 1, με αποτέλεσμα να απαιτούνται αυξημένα ποσοστά εθνικής συμμετοχής στην δημόσια δαπάνη. Στην δυσκολότατη οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα μας, η εξασφση εθνικών πόρων για την συγχρηματοδότηση των μέτρων θα είναι θεμελιώδες ζήτημα για την ομαλή εξέλιξη της εφαρμογής των μέτρων του 2ου πυλώνα.
Με μια πιο προσεκτική ματιά των σημαντικότερων μέτρου του 2ου πυλώνα διαπιστώνουμε τα παρακάτω:
Για την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των μέτρων του 2ου πυλώνα πρέπει να γίνει αξιοποίηση συνέργιας και συμπληρωματικότητας μεταξύ των αξόνων του 2ου πυλώνα με επίκεντρο τις μικρο-μεσαίες εκμεταλλεύσεις, τις ομάδες παραγωγών και τις δικτυώσεις. Να θεωρούνται υψηλής προτεραιότητας σχέδια και δράσεις που ενσωματώνουν πολλαπλούς στόχους της ΚΑΠ (σεβασμός στο περιβάλλον, αύξηση της απασχόλησης και του εισοδήματος κτλ.)
Παραδείγματα
Χρήση στερεών καυσίμων από αγριαγκινάρα ιδιοπαραγόμενη σε συγκεκριμένες αγορές: 1) θέρμανση αγροτικών κατοικιών, 2) παραγωγή ρεύματος από ομάδες παραγωγών και τηλεθέρμανση χωριών, 3) χρησιμοποίηση για θέρμανση σε θερμοκήπια και σε ορεινές αγροτουριστικές ξενοδοχειακές μονάδες, 4) χρησιμοποίηση σε γαίες με μεγάλη κλίση και διάβρωση.
Επιπλέον πρέπει να απλοποιηθούν και να γίνουν πιο αποτελεσματικές και σαφείς οι διαδικασίες, για την υποβολή, την αξιολόγηση, την έγκριση, την υλοποίηση, την παραλαβή και την έγκαιρη χρηματοδότηση των επενδύσεων.
Οργάνωση των αγορών / Αντιστάθμιση του κινδύνου των τιμών
Η οργάνωση των αγροτικών αγορών αποτελεί έναν από τους στόχους της ΚΑΠ σύμφωνα με τη Σύμβαση της Ρώμης. Μετά από τη μεταρρύθμιση του 1992, αυτός ο στόχος έχει έντονα αμφισβητηθεί. Από το 2003, η ΚΑΠ τείνει να γίνει πολιτική στήριξης του αγροτικού εισοδήματος μέσω των άμεσων ενισχύσεων, αντί για μια πολιτική σταθεροποίησης των τιμών μέσω της οργάνωσης των αγορών. Να σημειώσουμε ότι μέτρα ρύθμισης των αγορών υφίστανται συνεχή υπονόμευση (τελευταία παραδείγματα οι ποσοστώσεις για το γάλα, η παρέμβαση στα σιτηρά με οροφή).
Υποστηρίζεται από πολλούς ότι η στήριξη αυτού του τύπου σημαίνει ένα είδος βοηθήματος από τις δημόσιες αρχές, ενώ αυτό που ζητείται είναι κυρίως παρέμβαση στις αγροτικές τιμές. Τονίζουν, επιπλέον, ότι τα δικαιώματα ενιαίας ενίσχυσης έχουν αποτέλεσμα να δημιουργούνται εισοδηματίες δικαιωμάτων, καταστάσεις που δεν είναι κατανοητές και κοινωνικά αποδεκτές τόσο από τους παραγωγούς όσο και από τους φορολογούμενους. Για αυτό θα πρέπει να αντικατασταθούν από εργαλεία στήριξης πιο ευέλικτα και πιο δίκαια
Η φιλελευθεροποίηση των αγορών έχει αναφερθείί από την Επιτροπή και επιδιώκεται από ορισμένα κράτη μέλη. Υποστηρίζεται ότι η διαχείριση των αγορών θα μπορούσε να περιοριστεί σε δίχτυ ασφαλείας και στην ενθάρρυνση (χρηματοδοτική) των αγροτών να κάνουν μια ιδιωτική κάλυψη του κινδύνου. Αντίθετα, άλλα κράτη υποστηρίζουν μια ΚΑΠ που θα σταθεροποιεί τις αγορές, αντιμετωπίζοντας την έντονη διακύμανση των τιμών, προς όφελος των παραγωγών και των καταναλωτών. Από τη γαλλική π.χ. πλευρά, υποστηρίζεται ότι είναι πιο αποτελεσματικό να βελτιώσουμε ένα σύστημα που προλαμβάνει τους κινδύνους από τις διακυμάνσεις των «τιμών», κυρίως με ευέλικτες ποσοστώσεις στα ανάντη, παρά να επιζητούμε να διορθώσουμε τις διακυμάνσεις στα κατάντη με ασφαλιστική διαχείριση, όπως προτάθηκε από το Συμβούλιο.
Η αντιστάθμιση του κινδύνου των τιμών μπορεί να γίνει με τη δημιουργία τοπικών αγορών δημοπράτησης γεωργικών προϊόντων. Αφορά κυρίως την εγχώρια αγορά. Σε συνεργασία με τοπικούς φορείς (π.χ. συνεταιρισμούς παραγωγών) σε κάθε περιφέρεια προτείνεται από ορισμένους η δημιουργία μιας κεντρικής αγοράς όπου θα συγκεντρώνονται και θα δημοπρατούνται τα κύρια τοπικά αγροτικά προϊόντα. Η λειτουργία τέτοιων αγορών, θα συντελέσει στην αύξηση της διαπραγματευτικής δύναμης των παραγωγών, θα μειώσει τα φαινόμενα εκμετάλλευσης μικρών παραγωγών από χονδρέμπορους και λιανέμπορους και θα συμβάλλει αποφασιστικά στη διαφάνεια των συναλλαγών κατά μήκος της εμπορικής αλυσίδας.
Η χρήση παραγώγων, σύμφωνα με άλλους, μπορεί επίσης να βοηθήσει στην αντιστάθμιση του κινδύνου των τιμών. Αφορά τα προϊόντα με μεγάλη εμπορευσιμότητα (π.χ. σιτάρι) και απαιτεί την δημιουργία Χρηματιστηρίων Εμπορευμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τα παράγωγα εμπορευμάτων είναι εργαλεία που επιτρέπουν σε κάποιον να αγοράσει ή να πουλήσει το εμπόρευμα (υποκείμενο τίτλο) σε μια μελλοντική χρονική στιγμή, σε τιμή που καθορίζεται σήμερα. Οι συναλλαγές σε συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης δίνουν τη δυνατότητα να μοιραστεί ο κίνδυνος σε ένα αριθμό συμβαλλομένων. Το κυρίαρχο στοιχείο στις μελλοντικές αγορές είναι ότι οι ευκαιρίες για κέρδος και οι κίνδυνοι ζημίας που υπονοούνται με την ιδιοκτησία ενός τίτλου, μπορούν να συναλλάσσονται ανεξάρτητα από τον αντίστοιχο τίτλο. Κατά συνέπεια η αγορά παραγώγων μπορεί επίσης να αναφερθεί ως «αγορά για τη διαχείριση κινδύνου στην τρέχουσα αγορά».
Τα παράγωγα προϊόντα για την αντιστάθμιση του κινδύνου τιμής γεωργικών προϊόντων είναι:
1) Η προθεσμιακή συναλλαγή, που επιβάλλει σε δύο συναλλασσομένους να εκπληρώσουν μια συμφωνία αγοροπωλησίας σε μια καθορισμένη μελλοντική χρονική στιγμή, σε προκαθορισμένη τιμή.
2) Tα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, όπου οι δύο συναλλασσόμενοι εισέρχονται σε μια νομικά δεσμευτική συμφωνία να αγοράσουν ή να πουλήσουν ένα καθορισμένο αγαθό υπό τους όρους που συμφωνήθηκαν στο συμβόλαιο συναλλαγής σε τιμή η οποία διαμορφώνεται στη αγορά με βάση την πρόσφορα και την ζήτηση.
3) Τα δικαιώματα προαίρεσης (options) είναι χρηματοοικονομικά εργαλεία που δίνουν στον κάτοχο τους το δικαίωμα αλλά όχι τη υποχρέωση να αγοράσει ή να πουλήσει μια συγκεκριμένη ποσότητα του υποκείμενου τίτλου σε προκαθορισμένη τιμή και σε ορισμένη ημερομηνία ( ή σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα). Αυτού του είδους τα συμβόλαια μοιάζουν με τα Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης ως προς το ότι υπάρχουν δυο αντισυμβαλλόμενα μέρη, αλλά διαφέρουν στο ότι η συμφωνία δεν είναι δεσμευτική για τον έχοντα θέση αγοράς.
Αλυσίδα εφοδιασμού αγροδιατροφικών προϊόντων / αγροδιατροφικό μοντέλο
Η υπεράσπιση του διατροφικού μοντέλου σημαίνει μια πραγματική διατροφική πολιτική που καταπολεμά τις διατροφικές ανεπάρκειες αλλά και τα προβλήματα που συνδέονται με την διατροφική αφθονία, που προτείνει λύσεις για τα μειονεκτικά κλάσματα του πληθυσμού που δεν έχουν πρόσβαση σε ένα ισορροπημένο καθεστώς διατροφής, που προωθεί μια διατροφική εκπαίδευση προσανατολισμένη στην ποιότητα και η οποία συμφιλιώνεται με τις ευρωπαϊκές διατροφικές κουλτούρες.
Η διατροφική ασφάλεια της Ε.Ε. στα βασικά προϊόντα συνιστά στρατηγική επιλογή. Προέχει, επίσης, η υπεράσπιση του ευρωπαϊκού (και του μεσογειακού) γεωργικού και διατροφικού μοντέλου.
Η αλυσίδα εφοδιασμού αγροδιατροφικών προϊόντων αποτελεί τον πιο ζωτικό και καίριο κρίκο για την επιβίωση όχι μόνο της Ελληνικής γεωργίας αλλά ολόκληρης της οικονομίας. Η ομαλή λειτουργία όλης της αλυσίδας από το γεωργό έως τον καταναλωτή προσφέρει εγγύηση για την απασχόληση χιλιάδων ανθρώπων σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον
Σε ότι αφορά την Ελλάδα, ο μεταποιητικός τομέας των αγροδιατροφικών προϊόντων είναι ένας από τους σημαντικότερους κλάδους της Ελληνικής μεταποιητικής βιομηχανίας. Σύμφωνα με αναλύσεις, ο κλάδος των τροφίμων και ποτών είναι αυτός με την υψηλότερη συμβολή σε όλα τα βασικά μεγέθη της μεταποίησης, όπως αριθμό επιχειρήσεων, απασχόληση, πωλήσεις και προστιθέμενη αξία. Συγκεκριμένα, στον εν λόγω κλάδο δραστηριοποιούνται περίπου 16.300 επιχειρήσεις, που αντιστοιχούν στο 17,1% του συνόλου των μεταποιητικών επιχειρήσεων και απασχολούνται άμεσα 120.000 εργαζόμενοι, δηλαδή το 22% των συνολικών απασχολουμένων στη μεταποίηση που αποτελεί το υψηλότερο ποσοστό από κάθε άλλον κλάδο. Σε όρους κύκλου εργασιών, ο κλάδος αυτός πραγματοποιεί πωλήσεις οι οποίες καλύπτουν το 21% σχεδόν του συνόλου του μεταποιητικού τομέα, ενώ κατατάσσεται πρώτος ως προς το μερίδιο επί του συνόλου της προστιθέμενης αξίας της μεταποίησης, το οποίο καλύπτει το 24% της συνολικής προστιθέμενης αξίας.
Επίσης χαρακτηριστικό της ‘μεταποίησης’ τροφίμων είναι ότι στηρίζεται ως επί το πλείστον σε πρώτες ύλες που παράγονται στην Ελλάδα, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τους δεσμούς με τον εγχώριο πρωτογενή τομέα. Γενικότερα, η πολιτική αγροτικής ανάπτυξης και η πολιτική των τροφίμων πρέπει να προσεγγίζει τα επιμέρους στοιχεία της αλυσίδας (γεωργοί – μεταποίηση – χονδρικό εμπόριο - λιανοπωλητές) ολοκληρωμένα και όχι κατακερματισμένα / μεμονωμένα. Έτσι λοιπόν πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η ‘ανταγωνιστικότητα’ δεν αφορά μόνο μεμονωμένους εμπλεκόμενους στην αλυσίδα αλλά ολόκληρη την αλυσίδα.
Η αγροδιατροφική αλυσίδα στην Ελλάδα φαίνεται να αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα:
Το πρόβλημα εντείνεται από την εντύπωση που επικρατεί ότι τα επιμέρους στοιχεία της αλυσίδας δεν συνειδητοποιούν την αναγκαιότητα συνύπαρξης και επιβίωσης. Η σωστή συνεργασία ανάμεσα στους παραγωγούς και τους μεταποιητές μπορεί να εξασφαλίσει συνέχεια και συνέπεια στην τροφοδοσία με προϊόντα που καλύπτουν τις απαιτήσεις της αγοράς και έχουν συγκεκριμένα και σταθερά οργανοληπτικά χαρακτηριστικά.
Συνέπεια της μειωμένης διαπραγματευτικής δύναμη των αγροτών-παραγωγών αγροτικών προϊόντων, είναι η πώληση των προϊόντων τους σε πολύ χαμηλές τιμές σε σχέση με τις τιμές που πληρώνει ο καταναλωτής και κατ’ επέκταση η απώλεια εισοδήματος.
Σημαντικό πρόβλημα στην αγροδιατροφική αλυσίδα για τα ελληνικά δεδομένα είναι οι μεταφορές, κυρίως λόγω του υψηλού κόστους, της ύπαρξης μονοπωλιακών δυνάμεων, της ανομοιομορφίας και μη ισοδύναμης τροφοδοσίας του συνόλου της αγοράς.
Σύμφωνα με μελέτες, ο βαθμός μονοπωλιακής δύναμης της Ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων και ποτών για την περίοδο 1983-2007 είναι πολύ υψηλός. Η ύπαρξη μονοπωλιακής δύναμης υποδηλώνει ότι η τιμολόγηση του προϊόντος επιτυγχάνεται σε επίπεδα υψηλότερα του οριακού κόστους παραγωγής, περιορίζοντας την παραγόμενη ποσότητα, επιβάλλοντας υψηλότερες τιμές στους καταναλωτές και δημιουργώντας μονοπωλιακά κέρδη στους μεταποιητές με συνέπεια την μείωση της κοινωνικής ευημερίας σε σχέση με την ανταγωνιστική περίπτωση.
Βασιζόμενοι στις ίδιες μελέτες, η καθαρή απώλεια ευημερίας (ή απώλεια κοινωνικής ευημερίας) λόγω της μονοπωλιακής δύναμης της Ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων και ποτών για την περίοδο 1983-2007 εκφρασμένη σε όρους προστιθέμενης αξίας του 2007 είναι περίπου €96.53 εκ. (ή 2.74% της προστιθέμενης αξίας της μεταποιητικής βιομηχανίας τροφίμων και ποτών του έτους 2007) και η μείωση της ευημερίας των καταναλωτών εξαιτίας της μεταβίβασης εισοδήματος από τους καταναλωτές στους παραγωγούς εκφρασμένη σε όρους προστιθέμενης αξίας του 2007 είναι περίπου €176.51 εκ. (ή 5.01% της προστιθέμενης αξίας της μεταποιητικής βιομηχανίας τροφίμων και ποτών του έτους 2007).
Πιθανές ενέργειες για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της αγροδιατροφικής αλυσίδας.
· Λειτουργία μηχανισμών που να εξασφαλίζουν ‘δίκαιο’ μερίδιο του κάθε εμπλεκόμενου στην αλυσίδα.
Προς την κατεύθυνση αυτή μπορούν να συμβάλλουν η ιχνηλασιμότητα (traceability) στα προϊόντα και η καταγραφή του συνόλου των συναλλαγών (transactions) κατά τη διακίνηση των προϊόντων μέσα σε ολόκληρη την αλυσίδα. Η σωστή έκδοση και η διατήρηση των παραστατικών διακίνησης/πώλησης και η σωστή εφαρμογή των προβλεπόμενων διαδικασιών για την διακίνηση και την εμπορία των προϊόντων
· Ενίσχυση της διαπραγματευτικής ικανότητας των αγροτών
o Νομικό πλαίσιο ευέλικτο για συμπράξεις παραγωγών με καθαρά εμπορικά και κερδοσκοπικά κριτήρια
o Συνεταιρισμοί με επιχειρηματικές βάσεις και συμπράξεις μεγάλου μεγέθους
o Ανάληψη κάθετων δραστηριοτήτων μεγάλου μεγέθους (χώρας, περιφέρειας) από παραγωγούς για ‘ειδικά’ ‘ποιοτικά’ προϊόντα.
· Δημιουργία κινήτρων για συγκέντρωση, συνεργασία και συνύπαρξη όλων των εμπλεκόμενων στην αλυσίδα. Αυτό θα συμβάλλει στην καλύτερη αντιμετώπιση και επίλυση προβλημάτων (όπως, π.χ. ποιότητα, μεταφορές, ασφάλεια) που απασχολούν ολόκληρη την αλυσίδα.
· Κίνητρα ανάπτυξης δραστηριοτήτων που αξιοποιούν συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας:
o Τοπικά, παραδοσιακά προϊόντα, προϊόντα ονομασίας προέλευσης, κ.λπ.
o Τουρισμός
o Συνδυασμός δραστηριοτήτων για την από κοινού διακίνηση και προώθηση του συνόλου των παραγόμενων προϊόντων μιας περιοχής (ή και πολλών περιοχών), διότι τα κανάλια διανομής δεν μπορούν να στηριχθούν και να λειτουργήσουν αποτελεσματικά αν ασχολούνται με τη διακίνηση μόνο ενός προϊόντος
· Κίνητρα για δραστηριότητες που θα επεκταθούν και εκτός χώρας (κηπευτικά, φρούτα).
Συνεργασία με άλλες μεσογειακές και γειτονικές χώρες για τη συγκέντρωση, διακίνηση και επεξεργασία τροφίμων.
· Απλούστευση γραφειοκρατικών διαδικασιών.
· Συχνότεροι έλεγχοι της Επιτροπής Ανταγωνισμού για την εξάλειψη οποιασδήποτε παράνομης πρακτικής όπως είναι οι οριζόντιες εναρμονισμένες πρακτικές (καρτέλ).
· Δημιουργία κινήτρων για αθέτηση συμφωνιών και διάσπαση παράνομων πρακτικών (π.χ. Προγράμματα Επιείκειας).
· Δημιουργία παρατηρητηρίου τιμών (σε επίπεδο παραγωγού) για την καλύτερη πληροφόρηση των παραγωγών για τις συνθήκες αγοράς.