Τάσος Χανιώτης, από το Ζάππειο, η Κομισιόν θέλει να χωριστεί, για παράδειγμα, η Ελλάδα σε ορεινές και μειονεκτικές, σε πεδινές και σε νησιωτικές περιοχές.
Δηλαδή σε τρεις ζώνες με βάση εδαφολογικά, παραγωγικά, κοινωνικά και εισοδηματικά κριτήρια. Και το διατύπωσε ως εξής: «Θα υπάρχει ένα περιφερειακό σύστημα με κριτήρια που θα επιλέγουν οι χώρες μέλη. Ελπίζουμε ότι δεν θα επιλέξουν διοικητικά κριτήρια, δηλαδή έναν νομό ή μια περιφέρεια. Θέλουμε να πιστεύουμε - και αυτή η δυνατότητα θα δίνεται - ότι οι χώρες μέλη θα στηριχθούνε σε κριτήρια αγρονομικά για την αναδιανομή των ενισχύσεων.
Κριτήρια που θα συνδέονται με την παραγωγικότητα του εδάφους και με τη δυνατότητα του εδάφους να παρέχει κάποιο δημόσιο αγαθό.
Μ’ αυτό τον τρόπο η κάθε χώρα θα μπορέσει να στρέψει τους επιπλέον πόρους σε περιοχές που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη στήριξης».
Οριζόντια σύγκλιση
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο κ. Χανιώτης ξεκαθάρισε ότι έχει εγκαταλειφθεί η σκέψη για πλήρη εξίσωση των ενισχύσεων μεταξύ των κρατών μελών κι αυτό γιατί η κάθε χώρα έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες. Όπως έχει αναλύσει και σε προηγούμενο φύλλο η Agrenda, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκπονήσει τρία σενάρια σύγκλισης των ενισχύσεων, εκ των οποίων αυτό που είναι πιθανότερο να επικρατήσει είναι το πιο«συντηρητικό», δηλαδή του ποσοστού έως 90% επί του μέσου όρου σαν κατώτατο όριο.
Ο ίδιος διαβεβαιώνει ότι δεν μιλάμε για μεγάλη μείωση των ενισχύσεων για την Ελλάδα, όπως αρχικά ακουγόταν, ούτε για κατάργηση των άμεσων ενισχύσεων. Η δυσανάλογα μεγαλύτερη αύξηση του κόστους των εισροών (λιπάσματα και ενέργεια) σε σχέση με την αύξηση των τιμών παραγωγού τα τελευταία χρόνια έχει ακυρώσει τα επιχειρήματα της «σχολής» υπέρ της κατάργησης των εισοδηματικών ενισχύσεων. Και ο κ. Χανιώτης εξηγεί ότι, με βάση τις αναλύσεις που έχουν γίνει από την Επιτροπή, «οι τιμές παραγωγού σε πραγματικούς όρους ακολουθούν καθοδική πορεία. Οι τιμές των εισροών μέχρι το 2006 μειωνόταν επίσης. Μετά την κρίση, οι πραγματικές τιμές των εισροών έφτασαν στα ίδια επίπεδα με εκείνα προ 15ε τίας, ενώ οι πραγματικές τιμές παραγωγού είναι μειωμένες κατά 25%. Τα καλά νέα είναι ότι σε μια χώρα, όπως τη δικιά μας, που παράγει άλλου είδους προϊόντα, υπάρχει η δυνατότητα να ξεφύγει κανείς από αυτό τον φαύλο κύκλο. Επίσης, μπορέσαμε να δούμε, γιατί πιέζεται το γεωργικό εισόδημα και να σταματήσει η συζήτηση περί κατάργησης των επιδοτήσεων. Αποτέλεσμα είναι η ΚΑΠ να εξασφαλίζει, σε συνθήκες τρομερής δημοσιονομικής πίεσης, ένα πολύ σημαντικό ποσοστό των πόρων του επόμενου κοινοτικού προϋπολογισμού:
● Παγώνουν μέχρι το 2020 οι άμεσες ενισχύσεις των παραγωγών.
● Μειώνονται τα κονδύλια που είναι διαθέσιμα για παρέμβαση στις αγορές, αλλά έτσι κι αλλιώς με τις υψηλές διεθνείς τιμές δεν υπάρχει ανάγκη για τους κλασικούς μηχανισμούς.
● Παγώνουν τα κονδύλια στον τομέα της αγροτικής ανάπτυξης, ενώ μέχρι τώρα αυξάνονταν, τουλάχιστον ώστε να καλύψουν τον πληθωρισμό.
Από δω και πέρα, η συζήτηση για άλλη μια φορά γίνεται για τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιηθούν αυτοί οι πόροι. Η ΚΑΠ όπως την ξέρουμε με τα βασικά της χαρακτηριστικά παραμένει. Δηλαδή έχουμε έναν πρώτο πυλώνα άμεσων ενισχύσεων και κάποιων μέτρων στήριξης της αγοράς, ο οποίος χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι χρηματοδοτείται αποκλειστικά από τον κοινοτικό προϋπολογισμό σε ετήσια βάση. Κι έχουμε και μέτρα ανάπτυξης της υπαίθρου, τα οποία συγχρηματοδοτούνται και βασίζονται σε μακροχρόνια προγράμματα. Η μεγάλη αλλαγή είναι στον τρόπο με τον οποίο διατίθενται οι πόροι. Στις άμεσες ενισχύσεις θα γίνουν δύο είδη αλλαγών:
● Πρώτον, θα έχουμε αναδιανομή ανάμεσα στις χώρες μέλη, το οποίο επηρεάζει την Ελλάδα αλλά πολύ λιγότερο από ό,τι νομίζαμε και
● Δεύτερον, θα έχουμε αναδιανομή στο εσωτερικό των χωρών μελών.
Φραγμός στην εντατικοποίηση
Υποχρεωτικά ένα 30% της ενίσχυσης θα προορίζεται με την προϋπόθεση της εφαρμογής κάποιων κανόνων, όπως
α) διατήρηση μόνιμων βοσκοτόπων,
β) καλλιέργεια τουλάχιστον τριών προϊόντων κανένα από τα οποία να μην ξεπερνάει το 70% της έκτασης που κατέχει ο κάθε παραγωγός,
γ) στις μόνιμες φυτείες «ακόμα δεν έχουμε βρει λύση», λέει ο κ. Χανιώτης και συμπληρώνει: «Οι αναλύσεις μας δείχνουν ότι για το 50% των Ευρωπαίων αγροτών δεν αλλάζει τίποτα, γιατί έτσι κι αλλιώς τα εφαρμόζουν.
Με την πίεση που υπάρχει στις εισροές αυτή τη στιγμή, η τάση είναι όλο και περισσότερο να εντατικοποιείται η παραγωγή. Θέλουμε να αποφύγουμε τη μονοκαλλιέργεια».