Η ελληνική γεωργία πρέπει να στηριχθεί στα πόδια της
«Οι επιδοτήσεις από μόνες τους δεν βοηθούν», τόνισε ο
υφυπουργός Εξωτερικού Εμπορίου της Ολλανδίας, Σάιμον Σμιτς, μιλώντας στο
συνέδριο του Economist στη Θεσσαλονίκη, επισημαίνοντας ότι το «κλειδί» για την
ανάπτυξη του αγροτικού τομέα στην Ελλάδα είναι η στενότερη συνεργασία μεταξύ
κυβέρνησης, εμπόρων και παραγωγών.
Επιπλέον, η Ελλάδα πρέπει να εκμεταλλευτεί τα στρατηγικά της πλεονεκτήματα, όπως είναι η δυνατότητα παραγωγής καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, λόγω των ευνοϊκών κλιματικών συνθηκών, τα «ειδικά», παραδοσιακά και ποιοτικά προϊόντα, και ο αγροτουρισμός, επισήμανε.
«Μακροπρόθεσμα, οι επιδοτήσεις και μόνο δεν βοηθούν. Οι πιο επιτυχημένοι κλάδοι της γεωργίας διεθνώς είναι αυτοί που στηρίζονται στα πόδια τους», είπε και πρόσθεσε ότι η ολλανδική κυβέρνηση βρίσκεται στη διάθεση της ελληνικής για να μοιραστεί τις ιστορίες επιτυχίας της χώρας στον αγροτικό τομέα
Το θεωρούμενο επιτυχημένο ολλανδικό μοντέλο βασίστηκε σε αυτήν ακριβώς στην παραδοχή της ανάγκης συνεργασίας, όταν μετά την ενεργειακή κρίση του 1970, κυβέρνηση και αγρότες έπρεπε να αποφασίσουν αν ο ενεργοβόρος - λόγω και των πολλών θερμοκηπίων - αγροτικός τομέας της χώρας θα εγκαταλειφθεί εντελώς ή θα ορθοποδήσει, σημείωσε ο κ. Σμιτς.
«Η συνεργασία είναι καθοριστικός παράγοντας. Στην Ολλανδία, πάνω από το 60% της παραγωγής το διαχειρίζεται το συνεταιριστικό σύστημα», τόνισε, επισημαίνοντας ότι ο πρωτογενής τομέας είναι σήμερα ο μεγαλύτερος εργοδότης στην χώρα του, προσφέροντας δουλειά σε συνολικά 500.000 ανθρώπους (άμεσα και έμμεσα απασχολούμενους).
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η ομιλία του υφυπουργού Ανάπτυξης, Θανάση Σκορδά, ο οποίος από το βήμα του συνεδρίου τόνισε ότι το νέο μοντέλο της ελληνικής γεωργίας δεν μπορεί να περιλαμβάνει τους παραγωγούς - «κυνηγούς» επιδοτήσεων.
«Θέλουμε το ελληνικό προϊόν να βρίσκεται στα ράφια ως ποιοτικό, όχι ως φθηνό», σημείωσε, επισημαίνοντας ότι η ανάπτυξη της γεωργίας απαιτεί μείωση του κόστους αγροτικής παραγωγής. Ενδεικτικά ανέφερε ότι στην Ελλάδα εντοπίζεται το τρίτο μεγαλύτερο, πανευρωπαϊκά, κόστος παραγωγής νωπού αγελαδινού γάλακτος (0,45 ευρώ/λίτρο, έναντι μέσου ευρωπαϊκού όρου 0,28) και το δεύτερο υψηλότερο στο μαλακό σιτάρι και το κριθάρι.
«Δεν διαφεύγει της προσοχής μας το τι συμβαίνει στον χώρο, π.χ., των φυτοφαρμάκων. Η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να παρέμβει για να ελεγχθούν οι συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού», προειδοποίησε, καταλήγοντας, ο κ. Σκορδάς.
Επιπλέον, η Ελλάδα πρέπει να εκμεταλλευτεί τα στρατηγικά της πλεονεκτήματα, όπως είναι η δυνατότητα παραγωγής καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, λόγω των ευνοϊκών κλιματικών συνθηκών, τα «ειδικά», παραδοσιακά και ποιοτικά προϊόντα, και ο αγροτουρισμός, επισήμανε.
«Μακροπρόθεσμα, οι επιδοτήσεις και μόνο δεν βοηθούν. Οι πιο επιτυχημένοι κλάδοι της γεωργίας διεθνώς είναι αυτοί που στηρίζονται στα πόδια τους», είπε και πρόσθεσε ότι η ολλανδική κυβέρνηση βρίσκεται στη διάθεση της ελληνικής για να μοιραστεί τις ιστορίες επιτυχίας της χώρας στον αγροτικό τομέα
Το θεωρούμενο επιτυχημένο ολλανδικό μοντέλο βασίστηκε σε αυτήν ακριβώς στην παραδοχή της ανάγκης συνεργασίας, όταν μετά την ενεργειακή κρίση του 1970, κυβέρνηση και αγρότες έπρεπε να αποφασίσουν αν ο ενεργοβόρος - λόγω και των πολλών θερμοκηπίων - αγροτικός τομέας της χώρας θα εγκαταλειφθεί εντελώς ή θα ορθοποδήσει, σημείωσε ο κ. Σμιτς.
«Η συνεργασία είναι καθοριστικός παράγοντας. Στην Ολλανδία, πάνω από το 60% της παραγωγής το διαχειρίζεται το συνεταιριστικό σύστημα», τόνισε, επισημαίνοντας ότι ο πρωτογενής τομέας είναι σήμερα ο μεγαλύτερος εργοδότης στην χώρα του, προσφέροντας δουλειά σε συνολικά 500.000 ανθρώπους (άμεσα και έμμεσα απασχολούμενους).
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η ομιλία του υφυπουργού Ανάπτυξης, Θανάση Σκορδά, ο οποίος από το βήμα του συνεδρίου τόνισε ότι το νέο μοντέλο της ελληνικής γεωργίας δεν μπορεί να περιλαμβάνει τους παραγωγούς - «κυνηγούς» επιδοτήσεων.
«Θέλουμε το ελληνικό προϊόν να βρίσκεται στα ράφια ως ποιοτικό, όχι ως φθηνό», σημείωσε, επισημαίνοντας ότι η ανάπτυξη της γεωργίας απαιτεί μείωση του κόστους αγροτικής παραγωγής. Ενδεικτικά ανέφερε ότι στην Ελλάδα εντοπίζεται το τρίτο μεγαλύτερο, πανευρωπαϊκά, κόστος παραγωγής νωπού αγελαδινού γάλακτος (0,45 ευρώ/λίτρο, έναντι μέσου ευρωπαϊκού όρου 0,28) και το δεύτερο υψηλότερο στο μαλακό σιτάρι και το κριθάρι.
«Δεν διαφεύγει της προσοχής μας το τι συμβαίνει στον χώρο, π.χ., των φυτοφαρμάκων. Η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να παρέμβει για να ελεγχθούν οι συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού», προειδοποίησε, καταλήγοντας, ο κ. Σκορδάς.