ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΒΙΟΗΘΙΚΗΣ:ΓΝΩΜΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ (Μάιος 2009)
Η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής, σε επανειλημμένες συνεδριάσεις, ασχολήθηκε με την ηθική πλευρά των ζητημάτων διαχείρισης του βιολογικού πλούτου, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, κατά προτεραιότητα, σε μια σύγχρονη κοινωνία. Με τον όρο «βιολογικός πλούτος» εννοείται εδώ η ποικιλία των μορφών ζωής, όπως εμφανίζεται σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.
Ο τρόπος με τον οποίον επηρεάζεται η ζωή των άλλων ειδών από την ανθρώπινη δραστηριότητα δεν αξιολογείται σήμερα μόνον με τεχνικά και οικονομικά κριτήρια, όπως συνέβαινε στο πρόσφατο ακόμη παρελθόν. Αποτελεί πλέον κοινό τόπο ότι η δραστηριότητα αυτή συνιστά τη βασική αιτία επηρεασμού της ποιότητας του φυσικού περιβάλλοντος, ιδίως της υποβάθμισης και της καταστροφής ευαίσθητων οικοσυστημάτων, με άμεσες ή και απώτερες επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής και του ανθρώπου. Το δεδομένο αυτό απαιτεί την αξιολόγηση των επεμβάσεων του ανθρώπου στη βιόσφαιρα και με ηθικά κριτήρια. Στην παρούσα γνώμη προβάλλεται αυτή η κρίσιμη προσέγγιση και διατυπώνονται ορισμένες προτάσεις, που θα μπορούσαν να συμβάλουν σε μια ηθικά αποδεκτή διαχείριση του βιολογικού πλούτου, ειδικά στη χώρα μας.
Ι. Η σημασία της βιοποικιλότητας για τον άνθρωπο
Σύμφωνα με τη Σύμβαση για τη Βιοποικιλότητα, στην οποία κατέληξε η Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 1992, η «βιοποικιλότητα» ορίστηκε ως «η παραλλακτικότητα των ζωντανών οργανισμών κάθε προέλευσης, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των χερσαίων, θαλασσίων, και άλλων υδάτινων οικοσυστημάτων, και οικολογικών συμπλεγμάτων των οποίων αποτελούν τμήμα˙ [στον όρο βιοποικιλότητα] συμπεριλαμβάνεται η ποικιλότητα εντός των ειδών, μεταξύ ειδών καθώς και [η ποικιλότητα] των οικοσυστημάτων»
[1].
Η επικρατούσα σήμερα επιστημονική άποψη θεωρεί ότι όσο μεγαλύτερη είναι η βιοποικιλότητα τόσο μεγαλύτερη είναι και η δυνατότητα επιβίωσης καθώς και η προσαρμοστικότητα των οικοσυστημάτων που υποστηρίζουν και τον άνθρωπο. Επιπλέον, συνεχώς γίνονται νέες ανακαλύψεις που αξιοποιούν προηγουμένως άγνωστες ιδιότητες ειδών (φυτών, ζώων ή μικροοργανισμών) και μπορούν να χρησιμεύσουν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του ανθρώπου, όπως με την ανακάλυψη νέων φαρμακευτικών ουσιών ή νέων ποικιλιών παραγωγικών φυτών και φυλών ζώων, αλλά και στην προστασία του περιβάλλοντος.
Ανεξάρτητα πάντως από το εάν υπάρχει θετική συσχέτιση της υψηλής βιοποικιλότητας με την επιβίωση των οικοσυστημάτων, είναι γεγονός ότι: (I) η βιοποικιλότητα μειώνεται σημαντικά ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας,
(II) δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια ούτε μπορούμε να αναπαραγάγουμε τις διαδικασίες δημιουργίας της και
(III) δεν μπορούμε να προβλέψουμε ποιες θα είναι οι επιπτώσεις της υποβάθμισης των οικοσυστημάτων, λαμβάνοντας υπόψη και τον παράγοντα της - επίσης απρόβλεπτης - μεταβολής των περιβαλλοντικών συνθηκών.
Όλα τα παραπάνω συνηγορούν υπέρ της ανάγκης προστασίας της βιοποικιλότητας καθώς, μεταξύ άλλων, η μείωσή της είναι πολύ πιθανό να έχει επιπτώσεις τόσο στην ποιότητα ζωής όσο και στην ίδια την επιβίωση του ανθρώπου.
Μελέτη της γεωγραφικής κατανομής του φυσικού πλούτου, όπως αυτός εκφράζεται από τη συνολική βιοποικιλότητα μιας περιοχής αλλά και από τον αριθμό των ενδημικών ειδών, υποδεικνύει συγκεκριμένες περιοχές του πλανήτη ως σημεία υψηλής βιοποικιλότητας. Η λεκάνη της Μεσογείου, γενικότερα, αλλά και τοπικά οικοσυστήματα/ υδροβιότοποι της Ελλάδας ειδικότερα, έχουν χαρακτηριστεί ως τέτοιες περιοχές υψηλής βιοποικιλότητας που χρήζουν προστασίας και πολλές περιοχές της χώρας έχουν περιληφθεί στο ευρωπαϊκό δίκτυο Natura για την προστασία ευαίσθητων οικοσυστημάτων. Η διαχείριση του σημαντικού βιολογικού πλούτου της Ελλάδας δημιουργεί ιδιαίτερα ηθικά ζητήματα που θα αναλυθούν παρακάτω.
Πολλοί είναι οι κίνδυνοι που απειλούν τη βιοποικιλότητα. Εκτός από τις έμμεσες επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή, που επιφέρει το φαινόμενο του θερμοκηπίου και τη ρύπανση του περιβάλλοντος εν γένει, σημαντικότερες άμεσες απειλές για τη βιοποικιλότητα στην Ελλάδα, λόγω καταστροφής ή μεταβολής της σύστασης των οικοσυστημάτων που τη συντηρούν, είναι: (i) η έλλειψη αποτελεσματικής προστασίας των χαρακτηρισμένων περιοχών υψηλής οικολογικής αξίας (π.χ. περιοχές Natura) (ii) η γεωργία, κτηνοτροφία και αλιεία, ιδίως οι πρακτικές εντατικής εκμετάλλευσης, παραγωγής και μονοκαλλιέργειας (iii) η αστικοποίηση και ο μαζικός τουρισμός (iv) η ελαστικότητα στον καθορισμό των χρήσεων γης και (v) η ανεξέλεγκτη βιομηχανία.