Δράττομαι της «δυστυχίας» των ζοφερών τελευταίων ημερών και συγχωρήστε με αν και πάλι κάποια από τα λεγόμενά μου θεωρηθούν επαναλήψεις.
Πρώτον θα κάνω ορισμένες διαπιστώσεις:
Η χώρα μας διαθέτει δάση και δασικές εκτάσεις που καλύπτουν το 70% της χώρας.
Από αυτά τα ψηλά μας δάση καλύπτουν περίπου το 25% της χώρας
Και οι δύο προηγούμενες κατηγορίες δάση και δασικές εκτάσεις έχουν ισάξια οικολογική σημασία και σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να διαχωρίζονται.
Ένα επιπλέον ευτύχημα κατά την άποψή μου, είναι ότι τα δάση μας κατά ποσοστό 70% είναι δημόσια και τα υπόλοιπα ιδιωτικά, μοναστηριακά κλπ, πράγμα που αποτελεί πλεονέκτημα στη διαχείρισή τους και δεν προσκρούει σε ιδιωτικά συμφέροντα.
Τα τελευταία χρόνια η οικονομική σημασία των δασών έχει μειωθεί κυρίως από την φθηνή εισαγωγή ξυλείας και άλλων προϊόντων από άλλες χώρες.
Εμείς δεν καταφέραμε, όπως και στους άλλους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας μας, να αξιοποιήσουμε και να βελτιώσουμε την παραγωγική διαδικασία, ώστε να παράγουμε φθηνά και ποιοτικά δασικά προϊόντα, για διάφορους λόγους.
Φροντίσαμε αντίθετα να απαξιώσουμε και να καταστρέψουμε οποιαδήποτε κρατική εκμετάλλευση των δασών και των δασικών προϊόντων και να αναθέσουμε την εκμετάλλευση στους συνεταιρισμούς.
Γνωρίζουμε ότι όλες οι πανάκριβες συνεταιριστικές επενδύσεις σε εργοστασιακές υποδομές, απέτυχαν και όλες σχεδόν οι μονάδες αυτές έχουν εγκαταλειφθεί και απαξιωθεί.
Παρ’ όλα αυτά τα ελληνικά δάση κατέχουν τον ψηλότερο βαθμό βιοποικιλότητας στην Ευρώπη, διότι φιλοξενούν την πιο πλούσια χλωρίδα και πανίδα σε σχέση με την έκτασή της.
Την ευθύνη της διαχείρισης των δασών της χώρας την έχει (όπως φαίνεται τελείως λογικό) η Δημόσια Δασική Υπηρεσία, την οποία ίδρυσε η πολιτεία για το σκοπό αυτό.
Για την εν λόγω διαχείριση βαθμιαία θεσμοθετήθηκε ένα πολύπλοκο, ομολογουμένως, αλλά απαραίτητο νομικό πλαίσιο από την πολιτεία, για τη διαχείριση και την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων (τονίζω δημοσίων και μη) γενικότερα.
Αυτό σημαίνει ότι η πολιτεία, στην οποία ανήκει η πλειονότητα των δασών, έθετε στόχους και διέθετε δασική πολιτική, όπως κάθε ευνομούμενο κράτος.
Στο πλαίσιο αυτό, η άλλοτε ακμαία Δασική Υπηρεσία, διαχειρίστηκε με συνέπεια τη δημόσια γη, διάνοιξε το ορεινό δασικό δίκτυο, διευθέτησε και τιθάσευσε χιλιάδες καταστρεπτικούς χειμάρρους, διαχειρίστηκε, πρωτοποριακά για τα ευρωπαϊκά δεδομένα αειφορικά τα δάση μας, παρήγαγε δασικά προϊόντα, προστάτευσε τα δάση από την αλόγιστη βοσκή, τις υλοτομίες και τις καταπατήσεις, βελτίωσε τη μορφή τους, πραγματοποίησε εκτεταμένες αναδασώσεις και εξασφάλισε εργασία στον μαστιζόμενο τότε ορεινό πληθυσμό.
Δυστυχώς τα τελευταία 40 χρόνια, εγκαταλείπεται στην κυριολεξία σταδιακά κάθε κρατικό ενδιαφέρον για τα δάση και το περιβάλλον γενικότερα και αντιμετωπίζονται τα προβλήματα εντελώς αποσπασματικά και περιστασιακά, χωρίς πολιτική και στόχους.
Ιστορικά από τη μεταπολίτευση η κατάσταση έχει ως ακολούθως:
Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης πρέπει να χαρακτηριστούν θετικά. Κατοχυρώνεται συνταγματικά (1975) η προστασία των δασών με δύο άρθρα. Δημιουργείται το Δασικό Κτηματολόγιο (1976) σε επιταγή του άρθρου 24 του συντάγματος, ψηφίζεται ο νόμος 998 «περί προστασίας δασών και δασικών εν γένει εκτάσεων» (1979).
Παράλληλα αρχίζουν τα ιδιωτικά συμφέροντα να συνειδητοποιούν ότι η δασική νομοθεσία είναι τροχοπέδη στην εκμετάλλευση της γης, η οποία αποκτά συν τω χρόνω τεράστια αξία και αρχίζει μια πρωτοφανής διαπάλη με στόχο την καταπάτηση δημοσίων εκτάσεων και την αποδέσμευση από το δασικό χαρακτήρα μεγάλων δημόσιων και μη εκτάσεων με διάφορα νομικά τεχνάσματα και την ίδρυση οικοδομικών συνεταιρισμών (126 μόνο στην Αττική).
Τα πρώτα σκοτεινά σημάδια για την επιβίωση των δασών αρχίζουν βέβαια από την εφαρμογή του δασολογίου, που χωλαίνει από νομική άποψη, εφόσον κανένας οριστικός δασικός χάρτης δεν κατάφερε να αναρτηθεί σε 20 χρόνια λειτουργίας του και από την εφαρμογή του 998, όταν εισάγεται ο όρος «χορτολιβαδικές εκτάσεις», προσπαθώντας να αποδεσμευτούν σημαντικές εκτάσεις από τη συνταγματική προστασία.
Η πολιτεία υποκύπτει σε πλειάδα ιδιωτικών συμφερόντων, που παρασύρουν πολιτικούς και υπηρεσιακούς παράγοντες, με αποτέλεσμα δημόσιες και ιδιωτικές δασικές εκτάσεις να αποδεσμευτούν από το δασικό χαρακτήρα, να πολεοδομηθούν και να χτιστούν, στις περισσότερες περιπτώσεις με έρμαια νομικά επιχειρήματα.
Επιχειρείται και πάλι η αποδέσμευση περίπου 40 εκατομμυρίων στρεμμάτων περίπου με το νομοσχέδιο «περί βοσκοτόπων» του 1988, που ευτυχώς κηρύσσεται από το ΣτΕ ως αντισυνταγματικό.
Η επίθεση δεν σταματά και επιχειρείται εκ νέου η αλλαγή των δύο άρθρων του συντάγματος δύο φορές από τα δύο κυβερνητικά σχήματα ΠΑΣΟΚ - Νέας Δημοκρατίας, χωρίς και πάλι να κατορθωθεί ουσιαστικά η ανατροπή της συνταγματικής προστασίας.
Επιπλέον μια σειρά νομοσχεδίων και νομικών τεχνασμάτων που εισάγονται, εγκλωβίζουν τη δασική υπηρεσία, η οποία αποδυναμωμένη από στελεχικό δυναμικό, αδυνατεί να ασχοληθεί με τη διαχείριση των δασών και αναλώνεται στη γραφειοκρατική διεκπεραίωση εγγράφων χαρακτηρισμού, τα οποία σωρεύονται κατά χιλιάδες στα πυρόπληκτα συνήθως δασαρχεία. Με ποιο προσωπικό θα επιτελέσει εν τέλει την αποστολή της;
Αντίθετα οι συνάδελφοι σύρονται στα δικαστήρια για να υποστηρίξουν την πλευρά του δημοσίου συμφέροντος χωρίς τη συνδρομή δικηγόρου του δημοσίου και αναλαμβάνουν οι ίδιοι τα όποια δικαστικά έξοδα, έχοντας και τη Δαμόκλειο σπάθη του εισαγγελέα.
Μόνιμο αίτημα των συναδέλφων δασολόγων, είναι η σύνταξη των δασικών χαρτών και του δασολογίου, που θα αποδέσμευε οριστικά τη δασική υπηρεσία από το τι είναι δάσος και τι όχι και σε ποιον επιτέλους ανήκει, αλλά καμιά κυβέρνηση δεν αναλαμβάνει να προχωρήσει σε μια τέτοια διαδικασία, με αποτέλεσμα τα προβλήματα να παραμένουν και να διαιωνίζονται.
Τι πρέπει να γίνει
Για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα πρέπει πρώτα να καταλάβουμε όλοι σε βάθος πώς και γιατί δημιουργείται και στη συνέχεια να τολμήσουμε να προλάβουμε την ανάπτυξή του μέσα από την εφαρμογή κατάλληλων χωροταξικών, διαχειριστικών και δασοκομικών μέτρων. Στο σημείο αυτό καλό θα είναι να παραθέσουμε τις προτάσεις των ειδικών επιστημόνων για τις πυρκαγιές, που είδαν το φως της δημοσιότητας μετά τα τραγικά γεγονότα του καλοκαιριού του 2007, αλλά μάλλον χάθηκαν στον κυκεώνα των υπολοίπων σοβαρών και μη ανακοινώσεων των ΜΜΕ.
· Οι πυρκαγιές αποτελούν σημαντικό εθνικό πρόβλημα το οποίο έχει διογκωθεί σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια λόγω της ταύτισης της δασοπυρόσβεσης με την πυροπροστασία. Στην πραγματικότητα είναι δύο συμπληρωματικές συνιστώσες της διαχείρισης του προβλήματος των δασικών πυρκαγιών. Η μονοδιάστατη προσέγγιση στο πρόβλημα αυτό οδήγησε στα τραγικά τελευταία αποτελέσματα.
· Η εκδήλωση πυρκαγιών πολύ μεγάλου μεγέθους δεν αποτελεί συμπτωματικό χαρακτηριστικό του φετινού καλοκαιριού αλλά θα συνεχίζεται με ολέθρια κοινωνικά, οικολογικά και οικονομικά αποτελέσματα όσο δεν εφαρμόζονται δασοκομικές και διαχειριστικές πρακτικές που περιορίζουν την πιθανότητα εξέλιξης μιας πυρκαγιάς σε ΜΕΓΑ-ΠΥΡΚΑΓΙΑ.
· Η διαχείριση των πυρκαγιών και η προστασία των πολιτών θα πρέπει να ενσωματωθούν στο χωροταξικό σχεδιασμό της ελληνικής επικράτειας με τη δημιουργία σύγχρονων υπηρεσιακών δομών και υποδομών. Η πρόληψη της διόγκωσης του μεγέθους και της έκτασης των δασικών πυρκαγιών προϋποθέτει την άμεση επανεξέταση και αναθεώρηση του χωροταξικού σχεδιασμού και της πολιτικής της δασοπροστασίας στην Ελλάδα
· Η αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών απαιτεί επανασχεδιασμό της πολιτικής δασοπροστασίας σε εθνικό επίπεδο ώστε να εξασφαλίζεται ενιαία διαχείριση του κύκλου πρόληψης, καταστολής και διαχείρισης των καμένων περιοχών. Η ολοκληρωμένη διαχείριση θα πρέπει να βασίζεται στο συντονισμό της συμμετοχής όλων των εμπλεκόμενων φορέων σύμφωνα με αρμοδιότητες και συμπληρωματικούς ρόλους που θα προσδιορίζονται με σαφήνεια στο πλαίσιο ενός ενιαίου εθνικού σχεδίου.
· Η πολιτεία πρέπει να εξετάσει, μετά και τον φετινό απολογισμό, τα αποτελέσματα της εφαρμογής του Νόμου 2612 του 1998 και να επαναφέρει σε συζήτηση την προσέγγιση του ομόφωνου πορίσματος της Διακομματικής Επιτροπής της Βουλής του 1993 για τη δημιουργία Ενιαίου Διεπιστημονικού Φορέα Πυροπροστασίας (με ενοποίηση της πρόληψης, καταστολής και μεταπυρικής αποκατάστασης των επιπτώσεων των πυρκαγιών)
· Η αποτύπωση και χαρτογράφηση των τύπων δασικής καύσιμης ύλης και η παρακολούθηση της συγκέντρωσης του φορτίου των καυσίμων σε εθνικό επίπεδο αποτελεί προτεραιότητα και προϋπόθεση της ορθολογικής και αποτελεσματικής αντιμετώπισης του προβλήματος. Η διαχείριση της δασικής καύσιμης ύλης θα πρέπει να προωθηθεί άμεσα σε συνεργασία της Δασικής Υπηρεσίας με τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση και τους ΟΤΑ.
· Οι δυνατότητες της σύγχρονης τεχνολογίας και η υπάρχουσα τεχνογνωσία για την οργάνωση και το σχεδιασμό της προστασίας των δασών από τις πυρκαγιές με τη μορφή συστημάτων έγκαιρου εντοπισμού, εφαρμογών πληροφορικής για τη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών και τεχνολογιών πυρόσβεσης θα πρέπει να αξιοποιηθούν σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.
· Η ανασυγκρότηση των καμένων περιοχών προϋποθέτει την αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης, την εκτίμηση και την ιεράρχηση των προβλημάτων που ενδέχεται να προκύψουν σε βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη βάση και την εκπόνηση ολοκληρωμένων σχεδίων με ορίζοντα 5ετίας και εικοσαετίας αντίστοιχα.
· Ο ευρύτερος σχεδιασμός θα πρέπει να λάβει υπ’ όψη του το ευάλωτο των καμένων οικοσυστημάτων και να εξασφαλίσει την προστασία τους από οικιστικές και κτηνοτροφικές πιέσεις αλλά και από διαβρωτικά και πλημμυρικά φαινόμενα
· Οι αναδασώσεις και η επανεγκατάσταση του δάσους στις καμένες εκτάσεις θα πρέπει να ενταχθούν σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο που θα αφορά τις ευρύτερες περιοχές που κάηκαν και η ανθρώπινη παρέμβαση θα πρέπει να περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου το φυσικό οικοσύστημα δεν μπορεί να επανέλθει από μόνο του. Η μεγάλη έκταση των περιοχών που κάηκαν και η δυσκολία φυσικής αναγέννησης που αναμένεται να εμφανίσουν ορισμένα από τα δασικά είδη που κάηκαν, είναι στοιχεία που θα πρέπει να αξιολογηθούν και να εξεταστούν ιδιαίτερα στο πλαίσιο των σχεδίων αναδάσωσης που θα εκπονηθούν και εφαρμοστούν.
· Θα πρέπει άμεσα να εκπονηθούν σχέδια για τον έλεγχο της εδαφικής διάβρωσης και την αντιπλημμυρική προστασία των περιοχών στα κατάντι αυτών που αποψιλώθηκαν από τις πυρκαγιές.
· Θα πρέπει να αναθεωρηθεί ο τρόπος σύνταξης των αντιπυρικών σχεδίων και να επεκταθούν με σχέδια αντιμετώπισης κρίσης από την εκδήλωση ΜΕΓΑ-ΠΥΡΚΑΓΙΩΝ σε Νομαρχιακό και Περιφερειακό επίπεδο.
· Ιδιαίτερη φροντίδα χρειάζεται να δοθεί επίσης στις επιπτώσεις του καπνού στην υγεία των πολιτών και των πυροσβεστών
· Τέλος θα πρέπει να ενισχυθεί και να προωθηθεί η ιδέα και η συμβολή του εθελοντισμού για την πρόληψη και προστασία των δασών από τις πυρκαγιές, καθώς και η ενημέρωση της κοινωνίας για ουσιαστική ενεργοποίηση της περιβαλλοντικής συνειδητοποίησης και ηθικής των Ελλήνων, όπως συμβαίνει στις περισσότερες από τις άλλες χώρες της ΕΕ.
Δρ. Γεώργιος Καρέτσος
Δασολόγος Ερευνητής του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών
Του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας