Η φρενίτιδα με τα φωτοβολταϊκά ήταν η αρχή. Στις σημαντικότερες αγροτικές περιοχές της χώρας μας μια νέα δυναμική αναπτύχθηκε στην αγορά αγροτεμαχίων, εξαιτίας της ζήτησης που εκδηλώθηκε για την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών. Η κινητικότητα ήταν υψηλή με τους αγοραστές να επικοινωνούν με πολλούς κτηματομεσίτες της επαρχίας, οι συμφωνίες, που τελικά έκλεισαν, ήταν αρκετές, σε πολύ ευνοϊκές για τους ιδιοκτήτες τιμές, ενώ όλη αυτή η αναταραχή προκάλεσε και μια ελαφρά ανοδική τάση γενικότερα στις τιμές των αγροτεμαχίων με χρήση για καλλιεργητικούς σκοπούς.
Το ενδιαφέρον, όμως, που εκδηλώθηκε για τα φωτοβολταϊκά συνέβη μια περίοδο που σε παγκόσμιο επίπεδο τα στοιχεία δείχνουν πως όλο και περισσότεροι επενδυτές στρέφονται στη διαχρονική αξία και ασφάλεια της αγροτικής γης, ειδικότερα μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας επισιτιστικής κρίσης το 2008. Επιπλέον, η εντυπωσιακή άνοδος των τιμών των αγροτικών προϊόντων για δεύτερη φορά μέσα σε τρία χρόνια, έχει αυξήσει το ενδιαφέρον των παραγωγών για τις καλλιεργούμενες εκτάσεις, οι οποίοι επιθυμούν να επωφεληθούν από τις υψηλές τιμές.
Η βελτίωση των τιμών των αγροτικών προϊόντων, σαν αποτέλεσμα της αντίστοιχης ανόδου που παρατηρείται στις διεθνείς αγορές και η δεδομένη διεύρυνση των διατροφικών αναγκών του πλανήτη, όπως υπολογίζεται από διεθνείς οργανισμούς, αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που έχουν οδηγήσει σε αύξηση των αξιών των αγροτεμαχίων. Έτσι, αρκετοί «καλοί» αγρότες ενδιαφέρονται για αγορά ή στις περισσότερες φορές ενοικίαση γειτονικών αγροτεμαχίων. Καταλυτικός παράγοντας, επίσης, είναι και οι τιμές των εισροών, οι οποίες καθορίζουν τα περιθώρια κέρδους για τους αγρότες παγκοσμίως.
Την τελευταία δεκαετία, όμως, η «μόδα» που έχει επηρεάσει σημαντικότατα τη χρήση και την αξία της αγροτικής γης είναι η περιβόητη «πράσινη ανάπτυξη», η οποία έχει εισαγάγει μια νέα εκμετάλλευση των αγροτεμαχίων, με σκοπό την παραγωγή ενέργειας. Η εκτεταμένη δέσμευση αγροτικών γαιών τόσο για καλλιέργειες ενεργειακών φυτών όσο και για εγκατάσταση συστημάτων παραγωγής εναλλακτικών μορφών ενέργειας (φωτοβολταϊκά, αιολικά κ.ά.) έχουν επηρεάσει τις εξελίξεις στην αγορά γης, ιδιαίτερα από τη στιγμή που κατέστη δυνατή η αξιοποίηση παραγωγικών γαιών και δόθηκε η δυνατότητα συμμετοχής και των αγροτών στα προγράμματα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός άλλωστε, ότι αρκετοί επιχειρηματίες αναζήτησαν αγροτεμάχια με υψηλή ηλιοφάνεια σε σημαντικές αγροτικές περιοχές της χώρας μας το προηγούμενο διάστημα.
Η γεωργική γη όμως αποτελεί και μια διαχρονική μορφή επένδυσης. Αρκετοί επενδυτικοί σύμβουλοι προτείνουν την αγορά αγροτικής γης στους πελάτες τους, ως μια αποδοτική επένδυση που δυνητικά θα μπορούσε να είναι πιο προσοδοφόρα από τις παραδοσιακές λύσεις των ομόλογων και των μετοχών. Στη χώρα μας αυτή η επενδυτική τάση εκφράζεται κυρίως μέσα από ένα αυθόρμητο «σύνδρομο αυτοσυντήρησης» από αστούς που επιλέγουν να επενδύσουν στην επαρχία, ενώ πολλές φορές επιθυμούν και να τα καλλιεργήσουν παράγοντας προϊόντα για οικιακή ιδιωτική χρήση.
Μοναδική αρνητική παράμετρος στη διαμόρφωση της αγοράς αποτελεί η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα για τις επιδοτήσεις μετά το 2013 και ο φόβος ότι η δραστική μείωσή τους μπορεί να περιορίσει περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα της γεωργίας και να οδηγήσει σε κάμψη της αγροτικής δραστηριότητας και σε υποχώρηση των τιμών της γης. Οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν ότι οι φόβοι αυτοί δύσκολα θα επιβεβαιωθούν από τις αποφάσεις των Βρυξελλών για τη γραμμή χρηματοδότησης της ΚΑΠ, η οποία, όπως όλα δείχνουν, θα παραμείνει ισχυρή και σίγουρα δεν πρόκειται να επιτρέψει την εγκατάλειψη της αγροτικής δραστηριότητας. Επίσης, όσοι γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα, κυριαρχεί η άποψη στην Ευρώπη ότι το κάθε δικαίωμα ενίσχυσης, θα πρέπει να "πατάει" σε χωράφι ή βοσκότοπο, προκειμένου να το λάβει σε χρήμα ο αγρότης. Αυτό σημαίνει ότι ήδη όσοι θέλουν να κατοχυρώσουν δικαιώματα, δεν θα βασιστούν μόνο στο ότι είναι ενεργοί αγρότες, αλλά θα επιδιώξουν να κατέχουν τις αντίστοιχες εκτάσεις που χρειάζεται.
Δίκοπο μαχαίρι για τους αγρότες οι αυξήσεις στις τιμές
Σε αναζήτηση μεγάλων εκτάσεων από 1.000 έως και 5.000 στρέμματα προχώρησαν οι επενδυτικές εταιρείες με την αφορμή των προγραμμάτων για τα φωτοβολταϊκά το τελευταίο διάστημα. Για να βρεθούν όμως τόσο μεγάλες εκτάσεις χρειάστηκε να «ενωθούν» οι ιδιοκτησίες από αρκετούς αγρότες, σε αρκετά ικανοποιητικές ωστόσο τιμές, που για το Θεσσαλικό κάμπο κυμάνθηκαν μεταξύ 1.200-2.000 ευρώ το στρέμμα, ενώ και στην υπόλοιπη χώρα η μέση τιμή κυμάνθηκε στα 1.500 ευρώ το στρέμμα.
Υπήρξαν όμως και πωλήσεις μικρότερων αγροτεμαχίων, όπου εκεί για τη διαμόρφωση της τιμής έπαιξε ρόλο η προσβασιμότητα του χωραφιού αλλά και η ύπαρξη ή μη κολόνας της ΔΕΗ υψηλής ή μεσαίας τάσης σε κοντινή απόσταση μικρότερη του ενός χιλιομέτρου.
Εκτός όμως από την αγορά, οι επενδυτές κινήθηκαν και προς μακροχρόνιες μισθώσεις 20-25 χρόνων σε τιμές πολύ υψηλότερες από αυτές που δίνονται για ενοικίαση των χωραφιών για καλλιέργεια. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το κτηματομεσιτικό γραφείο Λιόκος, στην περιοχή της Λάρισας, ενώ οι τιμές των ενοικίων για καλλιέργεια βρίσκονται κατά προσέγγιση στα 30 ευρώ το στρέμμα, η ενοικίαση τους για παραγωγή ενέργειας από φωτοβολταϊκά έφτασε κατά μέσο όρο στα 200 ευρώ το στρέμμα.
Η ζήτηση αυτή έδωσε πνοή στην κτηματομεσιτική αγορά και κατά γενική ομολογία των μεσιτών επηρέασε με θετικό τρόπο την αξία των αγροτεμαχίων. Οι αγοραπωλησίες που πραγματοποιήθηκαν μπορεί να αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά τη χρήση για εγκατάσταση φωτοβολταϊκών, ωστόσο αναφέρθηκαν περιπτώσεις όπου οι αγρότες αρνήθηκαν να πουλήσουν τα χωράφια τους ακόμα κι αν τους προσφέρθηκαν χρήματα σχεδόν διπλάσια από την αξία που είχαν τα αγροτεμάχια τους πριν από λίγους μήνες, καθώς όπως φαίνεται οι υψηλές τιμές των αγροτικών προϊόντων έχουν συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση.
Η δυναμική αυτή που δημιουργήθηκε προκάλεσε αύξηση της αξία της αγροτικής γης ακόμα και σε χωράφια όπου δεν ήταν ιδανικά για την εγκατάσταση των φωτοβολταϊκών κατά 20-50 ευρώ το στρέμμα, σύμφωνα με τον κ. Βελίδη, ιδιοκτήτη κτηματομεσιτικού γραφείου στην περιοχή της Φλώρινας, ωστόσο όπως τονίζει «ο πολυτεμαχισμένος κλήρος και η ανομοιομορφία των ελληνικών γεωργικών γαιών που αποτελούν χαρακτηριστικό της χώρας μας απέτρεψαν μια ακόμα μεγαλύτερη άνοδο».
Η τιμή ενός ποτιστικού αγροτεμαχίου διαμορφώνεται αυτή τη στιγμή στα 1.500-1.700 ευρώ το στρέμμα για αγορά στην περιοχή της Λάρισας σύμφωνα με το κτηματομεσιτικό γραφείο της Βασιλικής Γανίδη. Αντίστοιχα ένα ξηρικό περιορίζεται στα 500-1.200 ευρώ το στρέμμα παρουσιάζοντας μεγαλύτερη διακύμανση αφού και τα αγροτεμάχια εμφανίζουν ορισμένα μειονεκτήματα.
Όσον αφορά τα ενοίκια, ένα αγροτεμάχιο ξηρικό, για καλλιέργεια σιτηρών, προσφέρεται σε τιμή ενοικίασης περίπου 25 ευρώ το στρέμμα, για καλλιέργεια κτηνοτροφικών φυτών στα 30-35 ευρώ το στρέμμα, ενώ ένα ποτιστικό για καλλιέργεια βαμβακιού ή καλαμποκιού κυμαίνεται στα 40-60 ευρώ το στρέμμα για τα πολύ γόνιμα ποτιστικά χωράφια.
Σχετικά υψηλότερες είναι οι τιμές των αγροτεμαχίων που έχουν εγκατεστημένες μόνιμες καλλιέργειες όπως οι αμπελώνες και οι ελαιώνες. Οι τιμές μάλιστα είναι υψηλότερες όταν πρόκειται για νεαρές φυτείες μικρότερες των 10 ετών. Ακόμα υψηλότερες τιμές μπορούν να επιτευχθούν σε περιοχές όπου τα προϊόντα που παράγονται έχουν καταχωρηθεί στον Κοινοτικό Κατάλογο των Προϊόντων Π.Ο.Π.
Πώς επηρεάζονται οι αξίες της γης και πώς τα κόστη παραγωγής
- Οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν την τιμή ενός αγροτεμαχίου είναι η απόσταση του από τα αστικά κέντρα και η πρόσβαση του σε νερό άρδευσης ή όχι. Επίσης σημαντικά χαρακτηριστικά που συνδέονται με την τοποθεσία είναι τα μεταφορικά έξοδα, τα οποία αν είναι χαμηλά μπορούν να αυξήσουν την κερδοφορία της επένδυσης και οδηγούν σε υψηλότερες τιμές γης. Η άρδευση ή όχι του αγροτεμαχίου καθορίζει την επιλογή του φυτού που θα καλλιεργηθεί και σε παγκόσμιο επίπεδο είναι γνωστό πως οι ποτιστικές καλλιέργειες απολαμβάνουν υψηλότερες τιμές όπως γίνεται με το βαμβάκι και το καλαμπόκι. Πριν όμως λάβει ο αγοραστής την τελική του απόφαση, υπάρχουν μερικοί ακόμα παράγοντες που διαμορφώνουν τελικά την τελική αξία των αγροτεμαχίων.
- Η παραγωγικότητα του εδάφους καθώς και η θρεπτική κατάσταση του αγροτεμαχίου παίζουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο, καθώς περιγράφουν την δυναμική που έχει το συγκεκριμένο χωράφι για να παράγει αγροτικά προϊόντα με υψηλές αποδόσεις. Πολλά χωράφια εγκαταλείπονται από τους παραγωγούς λίγα χρόνια πριν πουληθούν, γεγονός που σημαίνει μειωμένη λίπανση, άρα εξάντληση των θρεπτικών στοιχείων. Αυτό συνεπάγεται πως ο νέος ιδιοκτήτης θα πρέπει να αναπληρώσει αυτά τα θρεπτικά στοιχεία ώστε να μετατρέψει ξανά το χωράφι του σε παραγωγικό.
- Επιπλέον αρκετές φορές παρατηρείται το ακριβώς αντίθετο φαινόμενο της εξάντλησης των εδαφών αφού απουσιάζει η αγρανάπαυση. Ένα τέτοιο χωράφι σαφώς και έχει μειωμένη αξία, καθώς θα πρέπει να αφεθεί για κάποιο διάστημα ώστε να «ξεκουραστεί» και δεν θα είναι παραγωγικό.
- Το μέγεθος και το σχήμα των αγροτεμαχίων αποτελεί επίσης μια σημαντική παράμετρο στην κτηματομεσιτική αγορά. Σε αυτό τον τομέα η χώρα μας μειονεκτεί καθώς είναι χαρακτηριστικό πως η Ελλάδα έχει μικρό και πολυτεμαχισμένο κλήρο. Ο πολυτεμαχισμός αυξάνει το κόστος παραγωγής, ο μικρός κλήρος καθιστά μη βιώσιμη την εκμετάλλευση και ο συνδυασμός τους είναι απαγορευτικός για τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής και κυρίως για σημαντική πτώση του κόστους. Ένα μικρό ή στενόμακρο αγροτεμάχιο σίγουρα δεν αποτελεί μια δελεαστική πρόταση για έναν αγοραστή, παρά μόνο στην περίπτωση που αυτό συνορεύει με κάποιο αγροτεμάχιο που ο υποψήφιος αγοραστής ήδη διαθέτει. Έτσι τα χωράφια αυτά έχουν συνήθως χαμηλές τιμές και για να αναβαθμιστεί η αξία τους καλό είναι να απορροφηθούν από μεγαλύτερους γειτονικούς ιδιοκτήτες ή να πραγματοποιηθεί αναδασμός οποίος θα ενώσει πολλές μικρές ιδιοκτησίες ενός ιδιοκτήτη σε μια, κάτι που θα σημαίνει ταυτόχρονη αύξηση της αξίας τους.
- Τα ιδιοκτησιακά προβλήματα αποτελούν έναν άλλο σημαντικό παράγοντα που πολλές φορές λειτουργεί ως τροχοπέδη στην πώληση των αγροτεμαχίων. Πολλές φορές οι ιδιοκτήτες- κληρονόμοι είναι περισσότεροι του ενός και το ιδιοκτησιακό καθεστώς παραμένει ένα θολό τοπίο, ενώ αυτός είναι και ένας από τους σημαντικότερους λόγους που προκαλούν το πολυτεμαχισμό των ελληνικών αγροτεμαχίων.
- Η αξία των αγροτεμαχίων όμως στηρίζεται και σε άλλους πιο απρόβλεπτους παράγοντες όπως η μελλοντική αξία των αγροτικών προϊόντων αλλά και το κόστος των εισροών. Επίσης εάν αναμένονται σημαντικές επενδύσεις στις υποδομές της περιοχής στο μέλλον, οι αγοραστές πρέπει να τις συνυπολογίζουν στις διαπραγματεύσεις.
Γιατί δεν κινδυνεύει η επένδυση σε γη
Μια μεταβατική περίοδος με σημαντικές αλλαγές στον τρόπο που αντιμετωπίζεται η αγροτική γη ως επένδυση είναι αυτή που διανύουμε τα τελευταία χρόνια. Από την ριζική απόφαση σταθμό της Κίνας να επιτρέψει στους πολίτες της να έχουν το δικαίωμα να αγοράσουν και να πουλήσουν τη γη τους, μέχρι την προσέλκυση επενδυτών από τρίτες χώρες της Αφρικής, αλλά και πρόσφατα των πρώην ανατολικών χωρών, όπως της Ουκρανίας, δείχνει η παγκόσμια αγορά πως η αγροτική γη είναι μια υπολογίσιμη αξία στον κόσμο των επενδυτών.
Σε παγκόσμιο επίπεδο το ενδιαφέρον για αγροτική γη Ραγδαία αυξάνεται. «Δεδομένης της αστάθειας των τιμών, των αυξανόμενων ανθρώπινων και περιβαλλοντικών πιέσεων και της ανησυχίας για την επισιτιστική ασφάλεια, το ενδιαφέρον αυτό θα συνεχίσει να μεγαλώνει, ιδίως στον αναπτυσσόμενο κόσμο», όπως σημειώνει η Διεθνής Τράπεζα.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι μέσα στο 2009 πραγματοποιήθηκαν αγορές καλλιεργήσιμης γης 45 εκατομμυρίων εκταρίων σε όλο τον κόσμο -έκταση υπερτριπλάσια της συνολικής έκτασης της Ελλάδας-, ενώ μέχρι το 2008 οι αγορές γης κατά μέσο όρο ανέρχονταν στα 4 εκατ. εκτάρια ετησίως, όπως σημειώνεται στη σχετική έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας με τον εύγλωττο τίτλο «Το αυξανόμενο ενδιαφέρον για αγροτική γη. Μπορεί να αποδώσει βιώσιμα και δίκαια οφέλη;».
Όπως σημειώνεται στην έκθεση, η εκτόξευση των τιμών των τροφίμων στα μέσα του 2008 και η συνεχιζόμενη αστάθειά τους κατέδειξαν το πόσο ευάλωτο είναι το παγκόσμιο σύστημα παραγωγής και διακίνησης τροφίμων στα σοκ, όπως οι πυρκαγιές που φέτος το καλοκαίρι ώθησαν τη Ρωσία να απαγορεύσει τις εξαγωγές, οδηγώντας σε αύξηση της τιμής του σιταριού κατά 70% μέσα σε διάστημα μόλις πέντε εβδομάδων.
Αυτές οι απότομες διακυμάνσεις των τιμών ωθούν τα κράτη που εξαρτώνται από τις εισαγωγές τροφίμων να διασφαλίσουν τον εφοδιασμό τους, «ενόψει της αβεβαιότητας και της αστάθειας των αγορών, της κερδοσκοπίας στη γη, της αύξησης των τιμών των εμπορευμάτων και της αναζήτησης εναλλακτικών πηγών ενέργειας».
Συμπερασματικά, σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις, η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι ως το 2030 θα μπαίνουν στην παραγωγή 6 εκατ. εκτάρια γης το χρόνο σε παγκόσμιο επίπεδο, αυξάνοντάς τη κατά 120 εκατ. εκτάρια. «Το γεγονός ότι η αγροτική χρήση της γης φθίνει στις ανεπτυγμένες και μεταβατικές οικονομίες σημαίνει ότι η επέκταση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων θα μετατοπιστεί στις αναπτυσσόμενες χώρες», σημειώνει η Παγκόσμια Τράπεζα, επισημαίνοντας ότι τα 2/3 των νέων εκτάσεων θα εντοπίζονται στη Λατινική Αμερική και την Αφρική.
Παγκοσμιοποίηση και στην αγορά γης
Οι μαζικές επενδύσεις, που πραγματοποιούνται στη γεωργία των αναπτυσσόμενων χωρών από τα μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια, εντάσσουν τις χώρες αυτές στην παγκοσμιοποιημένη αγροτική οικονομία μέσα από την αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων και των αποδόσεων, της βελτίωσης των υποδομών αποθήκευσης και διακίνησης και της διασύνδεσής τους με το παγκόσμιο εμπόριο.
Ορισμένοι βλέπουν το φαινόμενο των μεγάλης κλίμακας αγορών γης ως ευκαιρία για να ξεπεραστεί το χρόνιο πρόβλημα της υποεπένδυσης στη γεωργία, να μεταδοθούν τεχνολογίες και γνώσεις, να αυξηθεί η αγροτική παραγωγικότητα και να μειωθεί η φτώχεια.
Οι επενδύσεις αυτές μπορούν να επιτρέψουν σε χώρες με άφθονη ή επαρκώς αξιοποιημένη γη και με μεγάλα περιθώρια για αύξηση των αποδόσεων να αποκτήσουν πρόσβαση στην τεχνολογία, να αυξήσουν την απασχόληση και να δημιουργήσουν τις βάσεις για βιώσιμη και ευρεία ανάπτυξη. Το αν ωφελούνται οι αγρότες των χωρών αυτών από τις ξένες επενδύσεις είναι ένα σύνθετο θέμα που εξαρτάται τόσο από τους όρους των επενδύσεων όσο και από το νομικό και πολιτικό πλαίσιο της κάθε χώρας.
Μια αξιόπιστη επενδυτική λύση
Την ώρα που αρκετοί επενδυτές αγωνιούν για τις ισοτιμίες των νομισμάτων, την τιμή του χρυσού και τις μεταβολές των δεικτών των χρηματιστηρίων, αρκετοί είναι αυτοί που επιλέγουν να επενδύσουν ένα τμήμα των χρημάτων τους στην «ξεχασμένη» αγροτική γη. Η επένδυση αυτή δεν πρέπει να υποτιμάται καθόλου, καθώς οι μελέτες των επενδυτικών τραπεζών εμφανίζουν σημαντική επενδυτική αξία στα αγροτεμάχια. Μελέτη που προέρχεται από τη Μεγάλη Βρετανία και τον δείκτη επενδύσεων IPD, επιβεβαιώνει αυτές τις προβλέψεις και τις τεκμηριώνει με δεδομένα που αφορούν το νησί.
Σύμφωνα με τα στοιχειά, μια δύσκολη χρόνια για αγοραπωλησίες και ενοικιάσεις, ο δείκτης της αγροτικής γης ήταν ο μόνος που κινήθηκε σε θετικά πρόσημα με αύξηση 1,7%, τη στιγμή που οι επαγγελματικοί χώροι υποχώρησαν κατά 22%, οι κατοικίες υποχώρησαν κατά 15% και οι μετοχές και τα ομολόγα κατά 29,9%.
Μάλιστα στην μελέτη περιλαμβάνονται και στοιχεία για τα τελευταία 28 χρόνια τα οποία είναι και πιο αντικειμενικά και κατατοπιστικά και τα οποία εμφανίζουν τα ιδία ευνοϊκά στοιχεία για την αξία της επένδυσης σε αγροτεμάχια. Σύμφωνα με αυτά, η πιο αξιόλογη και κερδοφόρα επένδυση των τελευταίων 28 ετών είναι η αγροτική γη καθώς προηγείται με δείκτη αποδοτικότητας 12,7% και ακολουθούν οι επαγγελματικοί χώροι με 7,5%, τα ομόλογα με 5,7% και οι μετοχές με 1,2%.
Στρεμματικές ενισχύσεις
Ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες για τη διαμόρφωση των τιμών της γης είναι η Κοινή Αγροτική Πολιτική, όπως έχει δείξει η εμπειρία του παρελθόντος. Σήμερα βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία μεταρρύθμισης της ΚΑΠ με την προοπτική να τεθεί σε ισχύ το 2014, και από τις γενικές κατευθύνσεις που έχει προδιαγράψει η Κομισιόν διαφαίνεται τάση ενίσχυσης των τιμών της αγροτικής γης από τη νέα ΚΑΠ.
Όπως όλα δείχνουν, οι επιδοτήσεις δεν θα υπολογίζονται πλέον με βάση τα ιστορικά επίπεδα παραγωγής, αλλά με βάση τις καλλιεργούμενες εκτάσεις. Συνεπώς η αύξηση της έκτασης ενός παραγωγού θα συνεπάγεται και αύξηση των εισπραττόμενων ενισχύσεων, και αυτό πιθανότατα θα ενισχύσει τη ζήτηση για γη. Στις επιλέξιμες εκτάσεις συμπεριλαμβάνονται και οι βοσκότοποι, η έκταση των οποίων θα αποτελεί πλέον στοιχείο υπολογισμού των ενισχύσεων, αυξάνοντας την αξία τους.
Σύμφωνα με την Κομισιόν, τα μεταβιβάσιμα δικαιώματα πλέον «θα μπορούν να ενεργοποιηθούν μόνο μέσω της σύνδεσής τους με επιλέξιμη αγροτική γη», πράγμα που σημαίνει ότι ο σύνδεσμος ενισχύσεων και γης γίνεται στενότερος.
Από το 270ο φύλλο της εφημερίδας Agrenda
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου